Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Στάθης Κουτσούνης στιγμιότυπα του σώματος (Μεταίχμιο 2014)




 Μία ποιητική συλλογή με αγωνία για τη γραφή, τη ζωή και τον έρωτα. Δεν είναι τυχαίο που το ποίημα με τίτλο «μεταφυσική» ανοίγει τη συλλογή: η ποίηση εμφανίζεται να αποκτά υπόσταση μέσω του αναγνώστη, αφού το ποίημα, αν δεν διαβαστεί, θα μείνει αγέννητο, θα το καταπιεί το σκοτάδι.
Από το «αγέννητο» ξεκινά και η συλλογή, από το σημείο μηδέν, ακριβώς τη στιγμή που μια πλημμύρα νερών έφερε στο φως τον ποιητή. Εποχή δύσκολη, χειμώνας, από όπου άρχισαν όλα. Εν αρχή ην το χειμωνιάτικο φως, η γέννηση, και τα «σπασμένα νερά» που του χάρισαν τη ζωή:

λυσσομανούσαν άνεμοι
κι ένα σεντόνι ολόλευκο
σκέπαζε τη γη απ’ άκρη σ’ άκρη
                   («χειμώνας»)

Σ’ αυτή τη μοναδική στιγμή επιστρέφει συχνά στη συλλογή. Βλέπει ξανά και ξανά τη γέννηση του, αισθητοποιεί την πρώτη ανατριχίλα όταν πρωταντίκρισε το φως. Χειμώνας ήταν, κρύο πολύ όταν: 

είδα τη μαύρη τρύπα
αρχή και τέλος
          («η τρύπα»)

Σ’ αυτά τα ποιήματα, αλλά και σε όλη τη συλλογή, ο ποιητής εικονοποιεί το σώμα με όλες τις αισθήσεις του. Αναδύεται από παντού μια αίσθηση ροής, νερών τρεχούμενων, λαχάνιασμα και αγωνία φωτός. Αλλού αυτή η αίσθηση παίρνει τη μορφή της πατρότητας που του χάρισε το «πρώτο δώρο», κι αλλού του σωματοποιημένου έρωτα, της σεξουαλικής πράξης. Εμμονή με το σώμα, συνεχής διεκδίκησή του, πόθος, παραφορά και τάση επιστροφής στις δροσερές πηγές της αρχής μέσα σ’ ένα συνεχόμενα μεταβαλλόμενο τοπίο. Λες και θέλει ο ποιητής με τη μετάδοση αυτής της αίσθησης να αποπροσανατολίσει το θάνατο, που τον νιώθει παντού, γύρω του, σε κάθε στιγμή: 

φιλήδονα μπαινόβγαιναν τα δάχτυλά μου
μα αίφνης

μ´ έπιασε μια μελαγχολία
στον συνειρμό του τρύπιου σώματος
με τα δάχτυλα φίδια
            («δαντέλα»)

Εμμονή με το σώμα, με το θάνατο, με το χρόνο. Ποιήματα που σκιαγραφούν όλη την πορεία της ζωής του: από το πρώτο φως, στην παιδική ηλικία κι έπειτα στην ωριμότητα, χωρίς να λείπει και το άλμα στο μέλλον, με πλήρη όμως συνείδηση της αναμενόμενης φθοράς:

η αιωνιότητα με ζαλίζει

μες στης φθοράς την αγκαλιά
μ’ ασφάλεια τον χρόνο μου θηλάζω
                          («ουτοπία»)

Εμμονή με τον έρωτα και σε αυτή τη συλλογή, χωρίς ωστόσο το μαύρο να υπερκεράζει τη χαρά του έρωτα. Το νήμα της ζωής το τεντώνει πότε από την αρχή και πότε από το τέλος. Γλώσσα ερωτική και χυμώδης, γεμάτη φωνήεντα αλλά και σύμφωνα που πότε έχουν γάργαρη ροή και πότε απεικονίζουν εφιαλτικά ό τι είναι πίσω από τα φαινόμενα. Σε κάποιους στίχους παίζει με τους ήχους, μεταδίδοντας μια συγκεκριμένη αίσθηση, όπως του αργόσυρτου λαρυγγικού φθόγγου «γ»: «γιγάντια γυμνή γυναίκα». Ο έρωτας μεταμορφωμένος, με ποικίλες όψεις, και με κυρίαρχο το ξανθό του χρώμα, συχνά δείχνει τα δόντια του και βγάζει νύχια, σα λύκος, σαν τσακάλι. Ο έρωτας στην επιθετική, κατακτητική του μορφή. 
Εμβόλιμα κι οι εποχές, με έντονη αίσθηση πεσιμισμού. Ο ποιητής ταυτίζεται μαζί τους, γίνεται μέρος της φύσης. Παγώνει το χειμώνα, ανατριχιάζει το φθινόπωρο και ετοιμάζεται να πέσει στο χώμα σαν τα φύλλα, ανανεώνεται την άνοιξη, αναζητά τη δροσιά το καλοκαίρι. Όλες οι εποχές εκπροσωπούνται και συμβολίζουν μοναδικές στιγμές της ζωής του. Όμως πίσω από όλες, ακόμα και από την άνοιξη, καραδοκεί ο άνεμος, ο ζόφος, το σκοτάδι, ο κάτω κόσμος. Το σώμα ως ύλη αλλά και η ενατένιση του τρόμου, του άσαρκου σώματος, του ίσκιου που εγκαταλείπει το σώμα ή το σώμα που αποκόπτεται από τον αιώνιο συνοδό του και μένει μόνο η σκιά στο χώμα, αποτελούν μοναδικής ποιητικής πνοής στιγμιότυπα στη συλλογή:

επίμονα σχεδόν μ’ ακολουθεί
χωρίς να με ρωτάει
μπερδεύεται στα πόδια μου αμίλητος
άλλοτε πάει μπροστά άλλοτε πίσω
κι άλλοτε από τα πλάγια ξεφυτρώνει
ενίοτε με εξοργίζει
μα όποτε εξαφανίζεται
αισθάνομαι μισός

ώσπου μια μέρα εκεί που περπατούσα
ξεκολλάει από τα πόδια μου
και κοκαλώνει καταγής

πρώτη φορά τον έβλεπα αποκομμένο
να κείτεται ατάραχος
αμέσως ένιωσα σαν κάτι να μου λείπει
κοιτάζομαι πιάνομαι
αλλά δεν έχω σώμα
ένας ίσκιος είμαι
κι ο ίσκιος στο χώμα

το σώμα μου
     («ο συνοδός»)

Άλλα θέματά του είναι οι εποχές, τα δέντρα, η αριθμητική, οι εικόνες από  το παρελθόν, ιδίως η μορφή του πατέρα, το τέλος του. Η αναμονή της ηδονής και της οδύνης. Ο ποιητής ξαναγυρίζει στις στιγμές του αποχωρισμού τους, καθώς απομακρυνόταν προς τον Αχέροντα. Του αφιερώνει δύο ποιήματα, ως μία ενότητα,  που αποτελούν αυθεντικές στιγμές συγκλονιστικής ποίησης:

σώπασε κι εξακολούθησε ατάραχος
να ψαχουλεύει επίμονα τις τσέπες του
ώσπου θολωμένος
με άδραξε απ’ το μπράτσο

γιε μου μού σώθηκαν όλα
μήπως σού βρίσκονται κέρματα για τα διόδια 



Στη συλλογή του Στάθη Κουτσούνη ανακαλύπτουμε πολλές ποιητικές στιγμές που φανερώνουν και δικούς μας ανομολόγητους φόβους, πόνους ή πόθους. Ιδίως η σύλληψη του σώματος ως ταυτόχρονου δοχείου ηδονής και φθοράς, μας επαναφέρει οδυνηρά στη μόνη πραγματικότητα που δεν αλλάζει όσες γενιές ανθρώπων κι αν περάσουν, όσες εποχές κι αν παρέλθουν: ότι με μία μικρή αντικατάσταση το σώμα γίνεται χώμα. 
Η νέα ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη σου κόβει την ανάσα με τις άλλοτε καυτές πνοές της και άλλοτε με την παγερή ανάσα της. Ποίηση πρωτότυπη, δυναμική, εναγώνια, σου αφήνει, όταν φτάνεις στο τέλος της, μια δυνατή γεύση έρωτα και θανάτου. Ποίηση των αισθήσεων, σου χαρίζει ταυτόχρονα κι ένα δυνατό χαρμάνι ζωής. Την κλείνεις και νιώθεις ακόμα το λαχάνιασμά της, νιώθεις το βαθύ αποτύπωμά της μέσα σου, γιατί σε διαποτίζει με μια βαθιά ειλικρίνεια που σε καθηλώνει. 

 (Εμβόλιμον 2015)

Συνολικές προβολές σελίδας