Το όνομα
του νεκρού άνδρα, «η λέξη που θεμελιώνει την ταυτότητα και εγγυάται τη θύμηση»[6], συναντάται σχεδόν σε όλα
τα ποιήματα είτε στον τίτλο είτε μέσα στο ίδιο το ποίημα. Με την αναφορά του ονόματος, το επιτύμβιο
εξατομικεύεται και η οδύνη συγκεκριμενοποιείται. Ο τίτλος παραθέτει
συνήθως το όνομα με απέριττη διατύπωση, όπως αρμόζει σε επιτύμβιο επίγραμμα
(π.χ. «Ευρίωνος Τάφος», «Ιασή Τάφος»), σε μερικά όμως ποιήματα εμπλουτίζεται με
περισσότερες πληροφορίες, όπως είναι η ηλικία του εκλιπόντος και ο χρόνος
θανάτου του («Για τον Αμμόνη, που πέθανε 29 ετών, στα 610») ή ακόμα και η ιδιότητά
του («Λυσίου Γραμματικού Τάφος»). Δύο ποιήματα δεν αναφέρουν καθόλου όνομα: το
«Επιτάφιον», που μετατοπίζει το σημασιολογικό βάρος του ποιήματος στην ελληνική
καταγωγή του γράφοντος («Σάμιος ανήρ»), καθώς και στα δεινά που υπέστη
στην «τρισβάρβαρη γη» μακριά από τον ελληνισμό. Επίσης, το επίγραμμα «Υπέρ της
Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες», το λαμπρό αυτό ποίημα που έχει, κατά το
Σεφέρη, «κάτι από το μέταλλο του Σιμωνίδη»[7], καθορίζει στον τίτλο του
ότι ο έπαινος απευθύνεται σε ομάδα πεσόντων
σε μάχη. Στο ποίημα «Εν τω Μηνί Αθύρ» το όνομα του νεκρού αναφέρεται
μέσα στο ποίημα και όχι στον τίτλο, γιατί η έμφαση μετατίθεται στο μήνα θανάτου του, που αποτελεί θλιβερό
ορόσημο για τους αγαπημένους του. Κατά τον ίδιο τρόπο και στο ποίημα «Εις το
Επίνειον», ο τίτλος εστιάζει στο χώρο όπου
συντελέστηκε η ταφή του νεκρού. Το ποίημα πραγματεύεται ένα σύνηθες θέμα των
αρχαίων επιτυμβίων, το θάνατο στη θάλασσα. Το ποιητικό υποκείμενο περιγράφει με
συγκρατημένη συγκίνηση το θάνατο του Έμη –ενός άγνωστου νέου «μες στο μέγα
πανελλήνιον»-, τις δραματικές συνθήκες της ταφής του και καταλήγει στην
τραγική ειρωνεία πως ήταν τουλάχιστον καλύτερα που οι γονείς του θα είχαν την
ελπίδα ότι ο γιος τους ήταν ζωντανός. Την ίδια ιδέα εκφράζει ο Καβάφης και στο
ποίημα του 1898 «Δέησις», όπου συναντάται και το θέμα της απάτης, «του
φενακισμού θεών και ανθρώπων που διατρέχει όλη την ποίηση του Καβάφη», κατά το
Σεφέρη[8]: η μάνα ανήξερη ότι ο γιος
της χάθηκε στη θάλασσα ανάβει στην Παναγία ένα κερί για να επιστρέψει γρήγορα.
Θα πρέπει να
επισημανθεί μια ακόμα εξαίρεση σε σχέση με τον τίτλο: στο ποίημα «Κίμων
Λεάρχου, 22 ετών, σπουδαστής ελληνικών γραμμάτων (εν Κυρήνη)», το όνομα στον
τίτλο δεν είναι του νέου που πέθανε
(και ο οποίος λεγόταν Μαρύλος Αριστοδήμου), αλλά του θλιμμένου ξαδέλφου του,
του Κίμωνα. Το ποίημα αυτό είναι ξεχωριστό ανάμεσα στα καβαφικά επιτύμβια,
γιατί «αφηγείται» μια δραματική ερωτική ιστορία που εμπλέκει τρία πρόσωπα.
Ανήκει στα «δίστηλα» ποιήματα του Καβάφη, σ’ αυτά που επίτηδες «σπάει» ο στίχος
σε δύο ημιστίχια, και τα οποία έχουν συνήθως εξομολογητικό χαρακτήρα
εκφράζοντας με τη «διάσπαση» του στίχου την ψυχική ταραχή του ποιητικού
υποκειμένου[9]. Το
συγκεκριμένο ποίημα αποτελείται από δύο
μέρη: το πρώτο μέρος του είναι ουσιαστικά το «επιτύμβιο» και έχει νοηματική
αυτοτέλεια, ενώ το δεύτερο περιέχει την «ιστορία». Θέμα του είναι ο άτυχος
έρωτας του Κίμωνα για τον Ερμοτέλη, την αγάπη του οποίου είχε κλέψει ο
αδελφικός σύντροφος των παιδικών του χρόνων, ο Μαρύλος. Οι αντιζηλίες, οι
διαβολές και οι μνησικακίες του παρελθόντος παραμερίζονται μπροστά στο γεγονός
του θανάτου. Ωστόσο, ο ευαίσθητος Κίμων δεν ευελπιστεί να κερδίσει ξανά τον
Ερμοτέλη. Κι αν ακόμα ξαναγύριζε σ’ αυτόν, δε θα ήταν πια το ίδιο: ποτέ δε θα
μπορούσε να τον έχει δικό του ο Κίμων, αφού το «ίνδαλμα του Μαρύλου» θα ερχόταν πάντα ανάμεσά τους:
Είναι άξιο προσοχής ότι ο ποιητής επιλέγει για
τον τίτλο του ποιήματός του τον Κίμωνα και όχι το Μαρύλο ή τον Ερμοτέλη, ίσως
γιατί ο Κίμων είναι ο λιγότερο ευτυχής από όλους, ακόμα και σε σχέση με το
νεκρό. Ο ποιητής με τον τρόπο αυτό δείχνει τη συμπάθειά του προς το πρόσωπο που δέχτηκε λιγότερο την ευεργεσία του
έρωτα, σ’ αντίθεση με τα άλλα δύο πρόσωπα που δοκίμασαν στον έσχατο
βαθμό την ερωτική ευτυχία.
Επιτάφιος
Λόγος, Αρχαία Ελληνικά Επιτύμβια
Επιγράμματα, Επιλογή και Εισαγωγή Denis Rocques, μτφρ. και
επίμετρο Παντελής Μπουκάλας, εκδ. Άγρας, Αθήνα 1999.
Εισαγωγή
στην ποίηση του Καβάφη, Επιλογή κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές
εκδόσεις Κρήτης 1999.
ΙΩΑΝΝΟΥ Γ.,
«Ο Κ.Π. Καβάφης και το δωδέκατο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας», π. Διαβάζω,
τχ.78, 1983, σσ. 41-49.
Καλλιμάχου Επιγράμματα, Εισαγωγή,
κείμενο, μετάφραση, σχόλια. Επιμέλεια Φ. Παγωνάρη-Αντωνίου, Καρδαμίτσα, Αθήνα
1997.
ΚΑΒΑΦΗΣ Κ.Π. Ποιήματα Α΄- Β΄, Φιλολογική επιμέλεια
Γ.Π. Σαββίδη, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1963.
LΕSKY Α., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ.
Α.Γ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 970.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ι.Μ., «Ο Καβάφης, ποιητής του κλειστού χώρου», Εισαγωγή στην ποίηση του
Καβάφη, Επιλογή κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 1999,
σσ.200-202.
[1]
Αξίζει επίσης να αναφερθεί και το σχολιασμένο από το νέο της Σιδώνας επιτύμβιο
επίγραμμα που αποδίδεται στον Αισχύλο στο ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)»:
«Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει …».
[2]
Ιωάννου Γ., «Ο Κ.Π. Καβάφης και το δωδέκατο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας»,
π. Διαβάζω, τχ.78, 1983, σσ. 41-49.
[3] Lesky Α., Ιστορία της
Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α.Γ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη 1975, σ.
970.
[4]
Επιτάφιος Λόγος, Αρχαία Ελληνικά
επιτύμβια επιγράμματα, Επιλογή και Εισαγωγή Denis Rocques, μτφρ. και επίμετρο
Παντελής Μπουκάλας, εκδ. Άγρας, Αθήνα 1999, σ. 109.
[5]
Καλλιμάχου Επιγράμματα, Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια. Επιμέλεια
Φ. Παγωνάρη-Αντωνίου, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1997, σ.257.
[6]
Νicosia S., Το
σήμα και η μνήμη. Ταφικά επιγράμματα από την αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Ε.
Γαραντούδης,, εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1994, σ.23.
[7]
Σεφέρης Γ., Δοκιμές Α΄, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1974, σσ.329.
[8]
Σεφέρης Γ., ό.π., σ. 380.
[9]
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα καβαφικά «δίστηλα» είναι ποιήματα μνήμης
και ρεμβασμού, απολογισμού ζωής, θλίψης και ενοχής.
[10]
Βλ. επίσης «Μέρες του 1901» και «Μέρες του 1896» («Πλησίαζε τα τριάντα»).
[11]
Επίσης: «Κείμαι ο Ιασής ενταύθα. Της μεγάλης ταύτης πόλεως / ο έφηβος ο
φημισμένος για εμορφιά», «…το Κάππα Ζήτα δείχνει που νέος εκοιμήθη», «Μα ο Λάνης σου δεν
δάνειζε την εμορφιά του έτσι …».
[12]
Άλλες πόλεις που εμφανίζονται στα «επιτύμβια» είναι η Βηρυτός, η Κομμαγηνή και
η Κυρήνη.
[13] Keeley Ε., Η Καβαφική
Αλεξάνδρεια, μτφρ. Τζ. Μαστοράκη, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1996, σσ.114-123.
[14]
Το ποίημα δε φαίνεται να έχει ειρωνικό τόνο, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι
και σ’ αυτό ο Καβάφης προβάλλει τον «παρηγορητικό χαρακτήρα του Χριστιανισμού»:
βλ. σχετικά Diana Haas,
« ‘Αι αρχαί του Χριστιανισμού’: Ένα θεματικό κεφάλαιο του Καβάφη», π. Χάρτης,
5/6 (Απρίλιος 1983), σσ. 589-608,
υποσημ.27.
[15]
Βλ. σχετικά Παναγιωτόπουλος Ι.Μ. «Ο Καβάφης, ποιητής του κλειστού χώρου», Εισαγωγή
στην ποίηση του Καβάφη, Επιλογή κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις
Κρήτης 1999, σσ.200-202.
[19] Αυτ.
σ.107.
[20]
Λεχωνίτη Γ., Καβαφικά αυτοσχόλια, εκδ. Δ. Χάρβεϋ & Σία, Αθήνα 1977,
σ.33: «αναγνώστης»: μισοκληρικός.
[21]
Keeley
E., «Η
οικουμενική προοπτική», Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Πανεπιστημιακές
εκδόσεις Κρήτης, σσ.321-345.