Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Προτάσεις διδακτικής αξιοποίησης της Ομήρου Οδύσσειας του Μιχάλη Γκανά



Διαβάζω στο εσώφυλλο της καλαίσθητης έκδοσης της Ομήρου Οδύσσειας του Μιχάλη Γκανά Διασκευή για νέους αναγνώστες και σκέφτομαι ότι, πράγματι, έτσι ένιωσα και εγώ, ως νέα αναγνώστρια, παρά την πολυετή μου σχέση με τον Όμηρο. Γιατί ο Μιχάλης Γκανάς με έκανε να ξαναδώ το έργο με νέα οπτική. Το διάβασα απνευστί και θαύμασα τη φρέσκια και οξυδερκή ματιά του, το χιούμορ του και τα πολλαπλά στρώματα παιδείας που υφαίνουν τον καμβά της αφήγησής του και μπολιάζουν το παραμύθι με αξίες ζωής. Η εύρυθμη και ποιητικότατη αφήγηση του Γκανά ταξιδεύει τον αναγνώστη στη μαγεία και την ομορφιά του Ομήρου με αλματώδεις και διασκεδαστικές συνδέσεις της εποχής του με το σήμερα. Φράσεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας, παροιμίες και γνωμικά (όπως «Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον»), στίχοι που αγαπήσαμε από τους σπουδαίους ποιητές μας («Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», «Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!») χαρίζουν ζωντάνια και νέα λάμψη στο ομηρικό ποίημα και το μεταμορφώνουν σε διαχρονικό ανάγνωσμα μέσω μιας πολυεπίπεδης, παιχνιώδους και ευέλικτης γλώσσας.  Γιατί ο λόγος του ποιητή δε συναντιέται μόνο δημιουργικά με την ομηρική αφήγηση αλλά και συνενώνει μαγικά, μέσα από ποικίλα και αυθεντικά διακείμενα, τα ρεύματα της δημοτικής και μοντέρνας ποιητικής παράδοσης, του λαϊκού και σύγχρονου τραγουδιού, του θεατρικού λόγου ακόμα και της Βίβλου.
Η διασκευή ωστόσο του ομηρικού έπους και η δροσερή αφήγηση του Μιχάλη Γκανά θέτουν ευρύτερους προβληματισμούς σε σχέση με την αναπλαισίωση της γνώσης που πρέπει να προσφέρεται στο σχολείο και τον μετασχηματισμό της επιστημονικής γνώσης σε σχολική. Για να γίνω σαφέστερη, στην Α΄ Γυμνασίου τα 12χρονα παιδιά από τις πρώτες μέρες της σχολικής χρονιάς έρχονται σε επαφή με την Οδύσσεια μέσω της αξιοθαύμαστης και υψηλής αισθητικής μετάφρασης του Δημήτρη Μαρωνίτη, ο οποίος αναπαράγει με φιλολογική ακρίβεια και πιστότητα αλλά και βαθιά γνώση της πρωτότυπης αρχαίας γλώσσας τον κόσμο του Ομήρου, αποδίδοντας ταυτόχρονα τις αναπνοές, τους εσωτερικούς κυματισμούς και την προφορικότητα του ομηρικού λόγου.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το προοίμιο της Ομηρικής Οδύσσειας.

Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις, που βρέθηκε
ως τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Τροίας
πάτησε το κάστρο το ιερό.
Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές,
κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν,
σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του
τον γυρισμό. Kι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ' τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα
νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου· κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.

Πόσο πιο φιλική είναι όμως η παρακάτω προσέγγιση, ιδίως στην πρώτη επαφή των παιδιών με τον ομηρικό λόγο και μύθο:
«Μια φορά κι έναν καιρό και δυο καιρούς αν θέλετε και τρεις ήταν ένας άντρας πολυμήχανος και κοσμογυρισμένος, που είχε σπουδάσει τους ανθρώπους και τους ήξερε από την καλή κι απ' την ανάποδη. Αυτός ο άντρας έγινε ξακουστός για τα κατορθώματα του, που τα τραγούδησε ένας μεγάλος Ποιητής, ο Όμηρος! (Ο Όμηρος είναι πατέρας όλων των ποιητών, ο πρώτος ράπερ και προ –προ- προ παππούς μας.) Το μεγαλύτερο επίτευγμα του ήταν που πάτησε ή κούρσεψε ή κατέλαβε, όπως θα λέγαμε σήμερα, το ιερό κάστρο της Τροίας.
Το πλήρωσε ακριβά όμως. Δέκα ολόκληρα χρόνια δερνότανε και σκυλοπνιγόταν στη θάλασσα προσπαθώντας να σώσει το κεφάλι του και τους συντρόφους και συμπολεμιστές του. Το δεύτερο δεν το κατάφερε τελικά . από δικό τους φταίξιμο. Άκου να φάνε τα ιερά βόδια του Ήλιου και αυτός τους καταράστηκε να μην ξαναπατήσουν το χώμα της πατρίδας τους ποτέ. Έτσι και έγινε. Όλοι τους χάθηκαν ανίδεοι και χορτάτοι εκτός από αυτόν για τον οποίο μιλάμε, τον περίφημο Οδυσσέα, που ήταν βασιλιάς της Ιθάκης, γιος του Λαέρτη και της Αντίκλειας, άντρας της Πηνελόπης και πατέρας του Τηλέμαχου. Είχε κι ένα σκύλο,  τον Άργο, που ήταν πιστός σαν όλους τους σκύλους. Αλλά ο Άργος παραήταν πιστός. Περίμενε τον Οδυσσέα είκοσι ολόκληρα χρόνια να γυρίσει από την Τροία, για να ξεψυχήσει μπρος στα πόδια του.»
Τι μαθαίνουν τα παιδιά; Όχι μόνο για τις προσπάθειες του Οδυσσέα να γυρίσει στην πατρίδα του αφού κούρσεψε την Τροία χάνοντας από δικό τους φταίξιμο τους συντρόφους του, αλλά και ποιος ήταν ο Όμηρος (ο μεγαλύτερος Ποιητής με κεφαλαίο όλων), που έζησε πολύ παλιά προ-προ-προ … και έγραφε στίχους με τον τρόπο της μουσικής ραπ, την οποία τα περισσότερα παιδιά γνωρίζουν, ποίηση δηλαδή που δεν τραγουδιέται, αλλά απαγγέλλεται με ιδιαίτερο, ρυθμικό, τρόπο. Αντιλαμβάνονται επίσης τον τρωικό πόλεμο ως κατακτητικό πόλεμο με τα τρία ρήματα «πάτησε ή κούρσεψε ή κατέλαβε». Κατανοούν ακόμα από τη φράση «το πλήρωσε ακριβά όμως» πως η αλαζονεία πληρώνεται σύμφωνα με το αρχαίο ηθικό σχήμα: ύβρις-τίσις. Τέλος, μαθαίνουν όλο το οικογενειακό δέντρο του Οδυσσέα ακόμα και για τον πιστό του σκύλο, καθώς και για την εικοσάχρονη περιπλάνηση του ήρωα. Κι όλα αυτά με έναν εύχαρι τρόπο. Σα να αφηγείται ένας καλός παραμυθάς ή καλύτερα ένας παππούς στα εγγόνια του που τα έχει συγκεντρώσει γύρω του και κεφάτος και τους αφηγείται ιστορίες παραστατικά και με λόγο απλό, καθημερινό, διδακτικό: «Άκου να φάνε τα βόδια του Ήλιου!»
Κι αυτή είναι η πρώτη πρόταση αξιοποίησης της Οδύσσειας του Γκανά: ως παράλληλο ανάγνωσμα με την Ομήρου Οδύσσεια. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το μαγευτικό αυτό βιβλίο ως αφόρμηση για να μπορέσουν να «ακούσουν» τα παιδιά την ιστορία αφηγημένη από έναν μαέστρο του λόγου, έναν ποιητή που αφηγείται σε γλώσσα παιχνιδιάρα και σκαμπρόζικη. Και στη συνέχεια, αφού μυηθούν στα βασικά θέματα του ομηρικού έπους και στο περιεχόμενό του, προχωρούμε κυματιστά πότε στην ομηρική Οδύσσεια και πότε στου Γκανά, χτίζοντας γερά τον μύθο χωρίς χάσματα, ώστε να μάθουν τα παιδιά όλη την Οδύσσεια και όχι θραύσματά της.
Και καθώς ο μύθος υφαίνεται στο στημόνι της αφήγησης, οι μαθητές θα μπορούσαν να μελετούν τις ενδιάμεσες ραψωδίες, όσες δεν προβλέπεται να διδαχθούν αναλυτικά, από τη διασκευή του Γκανά. Πόσο πιο ανιαρό είναι γι’ αυτούς να έχουν μπροστά τους μια φιλολογική περίληψη και πόσο πιο ευχάριστο ανάγνωσμα είναι το κείμενο του Γκανά. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Οι περιπέτειες του Οδυσσέα στο νησί του Αιόλου, στους Λαιστρυγόνες και την Κίρκη που περιλαμβάνονται στη ραψωδία κ προβλέπονται να διδαχθούν περιληπτικά, ως εξής:

Πόσο πιο διδακτικό και συνάμα διασκεδαστικό είναι -και όχι σε βάρος του διδακτικού χρόνου- να διαβάσουν τις 7 σελίδες της Ομήρου Οδύσσειας του Γκανά, όπου δεν μαθαίνουν  μόνο τι έγινε αλλά πώς έγινε και εξόργισαν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του τον Αίολο, πως οι κανόνες πρέπει να γίνονται σεβαστοί και η περιέργεια δεν είναι πάντοτε για καλό. Χαίρονται ακόμα τον αυθόρμητο διάλογο Αίολου – Οδυσσέα, διασκεδάζουν με τους έξυπνους τίτλους των ενοτήτων («Οι Λαιστρυγόνες δεν είναι φυτοφάγοι» και «Η Κίρκη που έγινε αρνάκι»), γελούν με το πάθημα των συντρόφων του Οδυσσέα στην Κίρκη, θαυμάζουν την επινοητικότητα του Οδυσσέα. Και ανάλογα μπορεί να γίνει και με τις άλλες περιληπτικές ενότητες.
Πάρα πολύ χρήσιμο θα ήταν επίσης σε κάθε ραψωδία να διαβάζονται οι προοργανωτές από την Οδύσσεια του Μιχάλη Γκανά. Οι μαθητές έτσι θα μυηθούν στη μελλούμενη δράση με τρόπο κριτικό και ευφάνταστο τρόπο αλλά και ευχάριστο, λ.χ.:
Άνδρα μοι έννεπε, μούσα πολύτροπον:
Αρχίζει η Οδύσσεια!
Η Αθηνά εξασφαλίζει την επιστροφή
του Οδυσσέα στην Ιθάκη
ενώπιον του Συμβουλίου των Θεών.
Έλειπε, βέβαια, ο Ποσειδώνας. Τυχαίο;
Πόσα πράγματα ακούμε από τον αφηγητή: τον πρωτότυπο ομηρικό λόγο, το περιεχόμενο της α ραψωδίας, τον αντίμαχο του ήρωα θεό, τον Ποσειδώνα. Τον υπαινιγμό για το σκόπιμο συμβούλιο των θεών στην απουσία του με τον συνωμοτικό συνθηματικό λόγο του ποιητή: Τυχαίο; δε νομίζω…
Διαβάζοντας τις μικρές αυτές ποιητικές μινιατούρες που προτάσσονται της πλοκής, οι μαθητές, πέραν του ότι ενημερώνονται για τη συνέχεια, απολαμβάνουν τον ποιητικό λόγο και κερδίζουν χρήσιμες πληροφορίες, όπως λχ στη β ραψωδία το καίριο αφηγηματικό σχόλιο του ποιητή,  «Μέχρι τώρα πάντως Οδυσσέα ακούμε / και Οδυσσέα δεν βλέπουμε», που επισημαίνει την εκκωφαντική απουσία του ήρωα στις πρώτες ραψωδίες. Στις ραψωδίες γ και δ οι μαθητές προετοιμάζονται ψυχολογικά για μεταγενέστερα σημεία της πλοκής, όπως «Χθες βράδυ το καράβι του το λέγανε Ελπίδα / και τώρα στην επιστροφή μια μαύρη Νυχτερίδα», στίχοι που επαναλαμβάνονται και παρακάτω. Αλλού, ο ποιητής ερμηνεύει καταστάσεις, διεισδύοντας στον ψυχικό κόσμο των ηρώων ποιητική αδεία, όπως στον προοργανωτή της η ραψωδίας όπου ο Αλκίνοος φαίνεται να «καλοβλέπει» τον ξένο για γαμπρό του.
Η Οδύσσεια του Γκανά προσφέρεται ακόμα και για όξυνση της κριτικής ικανότητας των μαθητών μέσα από δημιουργικές εργασίες. Θα μπορούσαν να αναλάβουν συγκριτικές αναγνώσεις των ραψωδιών και να επισημάνουν τι παραλείπει ο ποιητής σε σχέση με τον Όμηρο και γιατί.  Θα διαπιστώσουν ότι δεν παραλείπεται τίποτα από τον «βασικό ιστό της αφήγησης», όπως δήλωσε και ο ίδιος σε συνέντευξή του[1], παρά μόνο οι μακροσκελείς και κουραστικές στερεοτυπικές σκηνές που προσαρμόζονταν από τον Όμηρο ανάλογα με την περίσταση, όπως οι θυσίες, οι ικεσίες, τα γεύματα, καθώς και οι εκτενείς παρομοιώσεις.
Κραυγαλέα είναι και η απουσία της Πηνελόπης από τη ραψωδία α αλλά και η διαφοροποιημένη παρουσίαση του χαρακτήρα της. Είναι μια «πιο σύγχρονη» γυναίκα, με συνθετότερο ψυχισμό και όχι τόσο σεμνή και καταπιεσμένη όσο είναι στον Όμηρο.
Αυτό μας υπενθυμίζει ότι είναι ενδιαφέρον για τους μαθητές επίσης να ανακαλύψουν τι προσθέτει ο Γκανάς, πέραν του Ομήρου. Θα ανακαλύψουν έτσι όλη την ελληνική παράδοση που  ενσωματώνεται αθόρυβα και φυσικά στο έργο του, στίχους από Σολωμό, Καβάφη, Σεφέρη, Ρίτσο, Καββαδία, Γκάτσο, αλλά και από Σαββόπουλο Ρασούλη, δημοτικά τραγούδια κτλ.
Θα ανακαλύψουν ακόμα τα σημεία στα οποία ο Γκανάς κλείνει το μάτι στον αναγνώστη με σύγχρονους υπαινιγμούς, όπως στην αναφορά στους ξένους που ήρθαν στη χώρα μας για να εργαστούν με αφορμή την ξένη που γηροκομούσε τον Λαέρτη. Ο ποιητής σημειώνει σε παρένθεση: «Πρόσφυγας θα ’τανε κι αυτή όπως και τόσες άλλες/που ήρθαν κι αναλάβανε παππούδες και γιαγιάδες». Σε άλλα σημεία αναρωτιέται φωναχτά («Γιατί έγιναν όλα αυτά, θα μου πείτε; μη ρωτάτε καλύτερα. Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη») ή σχολιάζει τον Όμηρο: (λχ Τι έφαγαν, τι ήπιανε ο Όμηρος δεν λέει) ή και τον ερμηνεύει: «Ο Όμηρος παρομοιάζει τον Οδυσσέα με ένα δαυλί μισοσβησμένο που κάποιος το’χωσε στη στάχτη για να μη σβήσει. Έτσι ήταν. Η ζωή του τρεμόπαιζε σαν φλόγα, καθώς είχε γίνει έρμαιο της θάλασσας και των ανέμων τρεις μέρες και τρεις νύχτες
Για πιο «δυνατούς λύτες» θα πρότεινα να ανακαλύψουν και υφολογικές ή  ιδεολογικές διαφοροποιήσεις σε σκηνές, όπως λχ στη συνάντηση Ερμή και Καλυψώς, όπου η θεά φαίνεται να μισεί την αθανασία:
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά από την αθανασία. Όλα γύρω μας, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι, μεγαλώνουν, γερνάνε και πεθαίνουν. Κι εμείς εδώ. Αθάνατοι! Πώς ν’ αντέξεις όμως τόσους αποχωρισμούς; Εκτός αν είσαι από πέτρα
Τέλος, θα πρότεινα το βιβλίο αυτό να διαβαστεί από τους μαθητές στο πλαίσιο της διδασκαλίας του ολόκληρου έργου όχι μόνο από τα παιδιά του Γυμνασίου αλλά και του Λυκείου. Πόσοι μαθητές αποφοιτούν και θυμούνται την Οδύσσεια και την Ιλιάδα από την Α ΄ή  Β Γυμνασίου; Ελάχιστοι θα έλεγα.
Οι μαθητές θα μπορούσαν διαβάζοντας όλο το έργο να αναλάβουν ενδιαφέρουσες εργασίες, όπως να παραλληλίσουν το περιπετειώδες ταξίδι του Οδυσσέα με τον αγώνα του ανθρώπου να φτάσει κάπου, με την πάλη του με τους εσωτερικούς εχθρούς ή ακόμα να μελετήσουν τους χαρακτήρες συγκριτικά με του Ομήρου, να αναζητήσουν τα διακείμενα, να μελετήσουν τον πλούτο της γλώσσας του Γκανά κτλ. Και σίγουρα θα υπάρχουν και πολλές άλλες δημιουργικές προτάσεις αξιοποίησης του έργου, που οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί και μαθητές θα ανακαλύψουν. Πάνω από όλα να απολαύσουν ένα χαριτωμένο και πλούσιο σε διδάγματα ανάγνωσμα και να συνειδητοποιήσουν τη φιλοσοφική αλήθεια που κρύβει ο Επίλογος του ποιητή:
Έτσι σοφός που έγινες θα το ’χεις καταλάβει
ποια είναι η θέση των θεών και ποια ’ναι των ανθρώπων.
Ίσως εμείς τους πλάσαμε με δάκρυα και χώμα
γι’ αυτό και μας ποτίζουνε τόση χολή και όξος
μα δεν θα ήταν φρόνιμο να ζήσουμε χωρίς τους.
[…]
Όσο σοφός κι αν έγινες, δύσκολο να εννοήσεις:
Τ’ είναι θεός; Τι μη θεός; Και τι τ’ αναμεσό τους;

Η ανάγνωση της Ομήρου Οδύσσειας του Μιχάλη Γκανά είναι ένα μαγικό ταξίδι στον μύθο, τη γλώσσα και την ελληνική παράδοση που δεν πρέπει να χάσει κανείς.

Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Μικρή συμβολή στην ποίηση και ποιητική του Τίτου Πατρίκιου




Εν αρχή ην ο έρωτας της ποίησης. Έπειτα, η ζωή που μπολιάζει τον ποιητικό λόγο με εικόνες και εμπειρίες. Και ο ποιητής τις συλλαμβάνει με τις ανοιχτές κεραίες του, τις εσωτερικοποιεί, τις επενδύει με λέξεις, τις επεξεργάζεται αφαιρώντας το ατομικό στοιχείο και τις προσφέρει ως αποκρυσταλλωμένο πια βίωμα, ως ποίημα. Όσο πιο μεγάλος είναι ο ποιητής, τόσο πιο σπουδαίο το ποίημα. Κι απόψε τιμούμε έναν πολύ μεγάλο ποιητή, τον Τίτο Πατρίκιο. Πενιχρές οι λέξεις  μας για το διαμέτρημά του.
Ο Τίτος Πατρίκιος είναι ένας βαθύτατα πολιτικός ποιητής, όχι μόνο με τη στενή έννοια του όρου αλλά και με την ευρύτερη. Και ταυτόχρονα βαθύτατα ερωτικός, υπαρξιακός και ανθρώπινος, μια ευαίσθητη φωνή και συνείδηση, ένας πραγματικός αγωνιστής της ζωής και της τέχνης. Γιατί η ποίησή του βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τη ζωή του, τις ιδέες του και τη στάση του απέναντι στον άνθρωπο. Έχοντας διανύσει ένα μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα έχει βιώσει όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα ως προσωπική διαδρομή: τον πόλεμο, την κατοχή, τον εμφύλιο, τις ιδεολογικές μάχες, την απώλεια της επανάστασης και των οραμάτων, τις εξορίες,  τον επαναπατρισμό, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, τη γείωση στη νέα εποχή.
Γι’ αυτό και η εβδομηντάχρονη ποιητική διαδρομή  του δεν ακολουθεί γραμμική πορεία αλλά συνεχώς ανανοηματοδοτείται. Κάθε νέα του ποιητική συλλογή χαρτογραφεί το εξωτερικό και το εσωτερικό γίγνεσθαι. Οι παλμοί του ενσωματώνονται ρυθμικά στο ποίημα και ο ποιητής μαθαίνει να συγκατοικεί με το εκάστοτε παρόν. Ο κόσμος γίνεται ένα πεδίο όπου δοκιμάζονται οι αντοχές του, όμως η ποίηση δεν τον διώχνει. Αντίθετα, του προσφέρει ένα σχεδόν ασφαλές καταφύγιο.
Μέσα σε όλην αυτή τη διαρκή ανανοηματοδότηση των πραγμάτων, υπάρχουν, ωστόσο, μερικές «σταθερές» στην ποίησή του κατά τον Νούτσο: η νοσταλγία όσων έσβησαν, ο φόβος μη χαθούν όσα άξιζαν, ο λυσιμελής πόθος, η συνομιλία με τον θάνατο, η ποιητική της στιγμής, η κατοπτρική λειτουργία ποίησης και πραγματικότητας, ο ανθρωπομορφισμός του χρόνου με τις συνεχείς μεταμορφώσεις και αυταπάτες του, ο αγώνας ενάντια στη λήθη και η αγωνία της μνήμης.
Ποίηση φαινομενικά απλή στη δομή της, σαφής και ειλικρινής. Ο ποιητής δεν χρειάζεται να συσκοτίσει το τοπίο για να δώσει την αίσθηση του βάθους. Το βάθος της ποίησης του βρίσκεται στα θέματά της, στην ουσία της, στις κρυστάλλινες αλήθειες που κρύβει μέσα της, στη σοφία των στίχων της, στον γνωμολογικό της χαρακτήρα. Μοιάζει με μια διαρκή συνομιλία μαζί μας, σε πρώτο πρόσωπο. Απευθύνεται με το «μας» ή σε ένα «εσύ». Μας κοιτάζει στα μάτια, μοιράζεται τις σκέψεις του μαζί μας. Ήδη από τη δύσκολη εποχή του εμφυλίου νιώθει την ερημιά της χώρας του, της μοίρας του, της γενιάς του και ο λόγος του είναι προφητικός, βαθιά φιλοσοφημένος:

IV
Στην άκρη της μνήμης τελειώνει η θάλασσα
πέρα  απ' το  παράθυρο  αρχίζει  ο  κόσμος.
Τα  βιβλία  φθείρονται  μες  στα  χέρια  μας
τα  βιβλία  που  ώρες  κι  ώρες  σκύβουμε  πάνω  τους
που  τα  συζητάμε  στην  κλειστή  κάμαρα.
Τύψη  της  αδέξιας  πράξης
πιο  τυραννική  κι  απ' της  άνομης  πράξης.
Είναι  μακριά  οι  σοφές  πόλεις  της  Ευρώπης
με  τις  γερτές  σκεπές, τις  καμινάδες
που  δε  γνωρίζουνε  την  αγωνία
της  παράνομης  συνεδρίασης.
Χίλιοι  δρόμοι  οδηγούν  στη  λευτεριά. (Ποιήματα, Ι 24)

Άλλοτε, στοχάζεται και αναστοχάζεται, απορεί κι αναρωτιέται:

Ποιος θ´ απαντήσει στην κραυγή μας; 
Ποιος έμεινε να μοιραστούμε τον ίλιγγο; (Ποιήματα, Ι 25)

Άραγε θα κρατήσουν οι ώμοι μας
Το βάρος αυτής της εμπειρίας; (Ποιήματα, Ι 26)

Κι όμως το κράτησαν. Δυνατές οι ποιητικές του πλάτες και το βλέμμα του ολοένα ανέβαινε ψηλότερα, πάνω από τις «νεκρές καμινάδες» της πολιτείας, «τα αναποδογυρισμένα σύννεφα», τις εκτελέσεις, και μετουσίωνε ποιητικά σε όραμα και ελπίδα ό,τι βίωνε. Βαθιά αίσθηση καθήκοντος απέναντι στο μέλλον και στην ιστορία, απέναντι στη ζωή:

Πρέπει να γεφυρώσουμε τα χείλη της αβύσσου (Ποιήματα, Ι 28)

«Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων» η μνήμη του και παράλληλα βαθιά και η ευγνωμοσύνη αλλά και η ενοχή του για τη δική του ζωή. Κι ο ποιητής, αποχαιρετά με τον τρόπο του Γιώργου Σεφέρη όσους ανώνυμους και επώνυμους φίλους έδωσαν τη ζωή τους για να ζήσουν οι άλλοι. Γράφει τον Γενάρη του 1949:

Δεν είναι η θύμηση των σκοτωμένων φίλων
που μου σκίζει τώρα τα σωθικά.
Είναι ο θρήνος για τους χιλιάδες άγνωστους
που αφήσανε στα ράμφη των πουλιών
τα σβησμένα μάτια τους
[...]
Τους χιλιάδες άγνωστους φίλους
που έδωσαν τη ζωή τους
για μένα.
(Ποιήματα, Ι 29)

Η ποίηση του Πατρίκιου, ιδίως στις πρώτες συλλογές του (1943-1953), έχει ευεργετηθεί από τον Καρυωτάκη, τον Σεφέρη και κυρίως από τον Ρίτσο, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Το κλίμα της στην αρχή είναι ευφρόσυνο. Κυριαρχεί η επαναστατική πνοή, η αισιόδοξη διάθεση. Την διαπνέει ο ανθρωπιστικός ουμανισμός και η αφοσίωση στην αριστερά και τα οράματά της. Όσο όμως προχωρούμε προς το τέλος του εμφυλίου κυριαρχεί ο παραλογισμός του πολέμου και του θανάτου. «Ο κόσμος άλλαξε μεμιάς».

Σώθηκε ο καρπός στα λιόδεντρα
Στέρεψε το νερό
Στις άδειες στέρνες πετάμε ξερολίθαρα.

Δεμένες οι βάρκες στο λιμάνι
Μια αχτίδα φεγγαριού
Τυλίχτηκε στα ξάρτια κι έσβησε. (Ι 41)

Και όμως μέσα σ’ αυτό το μαύρο τοπίο, η ζωή με τα καλέσματά της, η ρόδινη ανατολή, το εκτυφλωτικό φως του πρωινού, αποτελούν ερωτικές προσκλήσεις που δεν μπορεί να αγνοήσει ο ποιητής:

Έρωτας παντού χυμένος
σα ρόδι που έσπασε στο πέτρινο κατώφλι
το φως σκίζει τις λέξεις
πριν ακουστούν ολόκληρες
μάτια μαχαιρωμένα από το φως
μαβιά πουλιά της αντηλιάς
λυτά μαλλιά λουρίδες του ίσκιου
μια φούχτα ήλιος
μια βούλα καυτό μέταλλο
χρυσώνοντας την πύλη της ζωής. (Ι 33)

Ποιήματα σύντομα, πυκνά και λιτά, με λέξεις που πέφτουν σαν χυμένο μολύβι στο χαρτί. Πότε είναι απλά και μοιάζουν με καθημερινή κουβέντα φίλων:

Ήρθε βαρύς ο φετινός χειμώνας
Με πολύ κρύο πολλή φτώχεια.
Καμιά φορά καλοσυνεύει λίγο.
Οι γριές τρέχουνε να ξηλώσουν μια σανίδα για το τζάκι
Κι έπειτα χιονόνερο, ξανά χιονόνερο κι αγέρας. (Ι 135)

…και πότε είναι λυρικά, με λέξεις ευκίνητες χυμώδεις:

Συρματοπλέγματα των άστρων, νησιά δεμένα χειροπόδαρα,
λάσπη, εξορία, πέτρα απ’ τις ρωγμές των νυχιών
που πλημμυράει ως την καρδιά, κρύο, εξορία,
πάλι βροχή από το σηκωμένο γιακά της σκηνής (Ι 183)

Η  εικονοποιία του είναι πάντοτε θεατρική:

[...] τα καπέλα μένουν άδεια στις κρεμάστρες
οι πόρτες των σπιτιών μισάνοιχτες
ούτε ένας άνθρωπος δεν μπαίνει.
"Ησυχία, νοσοκομείον"
με χίλια παράθυρα κι ένα θάνατο.
 (Ι 33)

Οι στίχοι του καταλήγουν συχνά σε αποφθέγματα:

Όπου υπάρχουν άνθρωποι
Υπάρχουμε κι εμείς. (Ι 73)

Πάντα υπάρχει ένας μήνας της χαράς
Μα η κάθε μέρα
Είναι για να βαδίζουμε. (Ι 120)

Σταδιακά, στα χρόνια της εξορίας στη Μακρόνησο (1951-52) και στον Άη Στράτη (1952-53), η γλώσσα του σκληραίνει μαζί με τη καθημερινή αγριότητα. Κυριαρχεί το αίσθημα της στέρησης, της ψυχικής και σωματικής κόπωσης:
3 μετά τα μεσάνυχτα
Η νύχτα κολλάει απάνω μου υγρή και μαλακιά
μου φράζει το στόμα φράζει τα ρουθούνια
σαν ένα πελώριο μπαμπάκι χειρουργείου
μουσκεμένο στο αίμα.

4 μετά τα μεσάνυχτα
Χωματένιος ο αγέρας, χωματένια τα ρούχα
χώμα και βροχή στο βουλιαγμένο πρόσωπό μου.
Οι φωνές των τρελών αναβαίνουν σα φυσαλίδες
μέσα απ’ του στήθους μου τη σιωπή. (Ι 191)

Παράλληλα, δυναμώνει η ερωτική ανάμνηση και ο ποιητής μάς προσφέρει ποιήματα ανεπανάληπτης ερωτικής πνοής και ανθρώπινης τρυφερότητας:

Ξεκίνησα να γράψω κάτι
μα το ξέχασα.
Δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο
Από σένα. (Ι 212)

Κάθε που θέλω να τιμωρήσω τον εαυτό μου
λιγοστεύω τις φορές που σε κοιτάω. (Ι 213)

Στην επόμενη συγγραφική περίοδό του, που περιλαμβάνει τα χρόνια της Αθήνας και της αυτοεξορίας στη Γαλλία, ο ποιητής ταλανίζεται από ερωτήματα για το ποιοι και τι έφταιξε, γιατί νικήθηκαν, ποιοι ευθύνονται για τους τόσους νεκρούς. Απορίες και ενοχικά συναισθήματα που δεν θα τον εγκαταλείψουν ποτέ :

Πόσο θ’ αντέξουμε στις κατηγορίες τους
ότι το φταίξιμο όλο είναι δικό μας
ότι κι εμείς γίναμε δήμιοι και βασανιστές; (Ι 28Ι)

Στην περίοδο αυτή, ιδίως στα ποιήματα της «Μαθητείας» (1956-59), ο ποιητής επηρεασμένος από τον Μπρεχτ, εισάγει σ’ αυτά το αλληγορικό στοιχείο (Μαρωνίτης):

Θύμωνα με τους δρόμους που προδίνανε τα μυστικά μου
μα εκείνοι γνώριζαν τις ανάγκες μου καλύτερα. (ΙΙ 87)        

0 τόνος γίνεται πιο πικραμένος, ήχος σκληρής πέτρας που χτυπάει σε βράχο. Πικρή ειρωνεία για την ήττα, για την προδομένη ιδεολογία, για το βόλεμα κάποιων συντρόφων:

Παλιοί επαναστάτες γίνονται κρατικοί χημικοί
σύμβουλοι τραπεζών, εργολάβοι δημοσίων έργων
γλιτώνουν από την εκμετάλλευση, ευημερούν
κάνουν οικογένεια, εκμεταλλεύονται άλλους
θυσιάζονται για τα παιδιά που αύριο θα εξεγερθούν
εκείνοι θα τους λένε «τα περάσαμε κι εμείς αυτά»
στα εκτός σχεδίου κοιμούνται ψόφιοι οι μεροκαματιάρηδες
έχοντας ξεπληρώσει πια τις δόσεις του οικοπέδου. (ΙΙ 126)

Με την επάνοδό του στη μεταπολιτευτική Ελλάδα ο ποιητής απαγκιστρώνεται από το ιδεολογικό πλαίσιο και αποθησαυρίζει κυρίως το μνημονικό υλικό του παρελθόντος. Η ποίησή του γίνεται πυκνότερη και σκοτεινότερη. Στο τέλος της δεκαετίας του ’80 στις «Παραμορφώσεις» υποβοηθείται από τον υπερρεαλισμό ώστε να συσκοτίζει επιλεκτικά τα ποιήματά του, να τα «παραμορφώνει» για να συγχρωτίζονται με το ακατανόητο της εποχής. Γράφει στους «Αντικριστούς καθρέφτες»:

Λέω να γράψω πάλι λίγο μπερδεμένα
όχι από θύμηση ή επιθυμία σουρρεαλισμού
αλλά για να μην καταλαβαίνουνε οι άλλοι
ότι δεν έχω φτάσει να τους καταλαβαίνω.

Δουλεύει και ξαναδουλεύει τα ποιήματά του, τα μεταμορφώνει, τα παραδίδει και πάλι στους αναγνώστες του ανανεωμένα. Βρίσκεται σε συνεχή πολιτική και ποιητική εγρήγορση. Στρέφεται στο παρελθόν και αυτοβιογραφείται. Σχολιάζει υπό το πρίσμα του «ακατοίκητου» παρόντος όσα έζησε («Συγκατοίκηση με το παρόν»): το σπίτι στο οποίο μεγάλωσε, τις πρώτες αγωνίες του έρωτα και της γραφής, τους πρώτους αγώνες στη δυσοίωνη εποχή του πολέμου και του εμφυλίου, τις λεηλασίες και τους θανάτους, τους βασανισμούς και τη λογοκρισία, τις ιδεολογικές αμφισβητήσεις. Στο τέλος των ποιητικών του αναμνήσεων ενίοτε αξιολογεί στιγμιότυπα ή στάσεις του παρελθόντος:

Καθώς ξανασκέφτομαι κι αυτά που λέω
Κι αυτά που παραλείπω, αναρωτιέμαι:
Είναι δυνατόν να πίστευα
ή και τώρα ακόμα να πιστεύω
πως είχα πάντα δίκιο; (Σ.Π. 18)

Συνολικά θεωρημένη η ποίησή του άλλοτε μοιάζει με έναν υπαρξιακό μονόλογο, άλλοτε με δραματικό διάλογο και άλλοτε με έναν αντίλογο απέναντι σε όσα βίωσε ή σε όσα συμβαίνουν. Γραφή «εύληπτη», απουσία ρητορικής, αμεσότητα, εκφραστική λιτότητα και πολλαπλά στρώματα ειρωνείας και αυτοσαρκασμού είναι μερικά από τα σημαντικότερα γνωρίσματα της ποιητικής του. Έχουμε να κάνουμε με ποίηση για την ποίηση και για τη ζωή, ποίηση ιδεών, σκέψεων και προβληματισμών.
Ο Πατρίκιος στην τόσο μακρά και θαλερή ποιητική πορεία του συνδυάζει αρμονικά διαμετρικά αντίθετα χαρακτηριστικά: την αγωνιστική ορμή με τον λυρικό τόνο, την απλή πεζολογική γραφή με τον ποιητικό στοχασμό, τη συλλογικότητα με την  ατομικότητα, την εξωστρέφεια με την εσωστρέφεια, τη νηφαλιότητα με την κραυγή, τη σιωπή με τον πληθωρισμό, τον νατουραλισμό με τον ρομαντισμό, την κυριολεξία με τη μεταφορά, και όλα αυτά σε φόρμα που κυμαίνεται από το πολύστιχο ποίημα ως το ολιγόστιχο. Και ταυτόχρονα έρωτας της ζωής, της φύσης, της γυναίκας, του παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, του θανάτου. Αυτός ο «θαλερός ερωτισμός» του, όπως τον αποκαλεί ο Μαρωνίτης,  διαπερνά όλη την ποίησή του.
Παρούσα σε όλη την ποιητική διαδρομή του η σημαντικότερη ίσως μορφή της ζωής του, η Ποίηση. Διάσπαρτα στο τετράτομο έργο του[1] και στις υπόλοιπες μεμονωμένες συλλογές του [2] τα ποιήματα ποιητικής, ποιήματα που ανοίγουν μεγάλα ζητήματα: για τη σχέση της ποίησης με την ιστορική αλήθεια:

Κι αν σου βρωμάνε πτωματίλα οι ποιητές τούτα τα χρόνια
είναι γιατί τις νύχτες γυρνάν στα κοιμητήρια σαν τυμβωρύχοι
ψάχνοντας τους νεκρούς να βρουν έστω ένα ψήγμα αλήθειας. (ΙΙ 172)

Στοχάζεται ακόμα για τη σχέση της ποίησης με την επανάσταση: μπορεί η ποίηση να αλλάξει τον κόσμο, να τον κάνει καλύτερο; Απογοητευμένος από την ήττα, αναφωνεί:

[…] κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα
κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες.

Μερικά χρόνια αργότερα (1982), ωστόσο, παραδέχεται πως:

Οι στίχοι δεν ανατρέπουν καθεστώτα
Μα σίγουρα ζούνε πιο πολύ
απ’ όλες τις καθεστωτικές αφίσες. (Α.Κ. 35)

Αρκετά ποιήματά του είναι αυτοαναφορικά, μιλούν για το σκοπό της ποίησής του:
Από τη στάση μου
προς τη ζωή
βγαίνουν
τα ποιήματά μου.
Μόλις υπάρξουν
τα ποιήματά μου
μια στάση μου επιβάλλουν
αντίκρυ στη ζωή.
[…]

Κι αλλού μας ο ποιητής αποκαλύπτει τα μυστικά της τέχνης του:

Ο ποιητής
ένα είδος μαστροπού
ρίχνοντας στην πιάτσα
τις πιο μύχιες
τις πιο κοινές
τις πιο πεποιημένες
λέξεις (Α.Κ. 55)

Άλλοτε μας μιλάει για τις δυσκολίες της έμπνευσης:

Οι ιδέες έρχονται όλο πιο αραιά
σαν τα πουλιά που λιγόστεψαν
κι ούτε που μένουν, χάνονται
το ίδιο απρόσμενα όπως ήρθαν.
Μου έρχεται δύσκολο να καραδοκώ
με δίχτυα, ξόβεργες, απόχες
μες στη συμφόρηση των δρόμων
μήπως για μια στιγμή περάσουν. (Α.Κ 67)

Περιγράφει ακόμα με μετριοφροσύνη τις ποιητικές του φιλοδοξίες:

Ήταν πολύ φιλόδοξος
δεν νοιαζότανε να φτάσει
ψηλότερα από τους ομοίους του
αλλά να είναι διαφορετικός
απ’ όλους εκείνους που τον ξεπερνούσαν. (Α.Κ 73)

Η σπουδαιότερη προσφορά του στα ποιήματα ποιητικής είναι η τελευταία συλλογή του «Σε βρίσκει η ποίηση», όπου ο ποιητής, φιλοσοφώντας σε εννιά ενότητες, καταλήγει τελετουργικά στην επωδό: Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση. Πού όμως συναντά η ποίηση τον αληθινό ποιητή ή τον αναγνώστη; Σε κάθε έκφανση της ζωής του: στην καθημερινότητα, στις δυσκολίες, στις μικροχαρές, στον έρωτα, στα πάθη, στην προδοσία, στην αναζήτηση της αλήθειας, εκεί που αναστοχάζεται για τη ζωή και τον θάνατο, εκεί που αναλογίζεται τι αξίζει στη ζωή και τι όχι, σε στιγμές αυτογνωσίας και αυτοκριτικής. Σε βρίσκει με όλα τα μέσα εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων, όπως θα έλεγε ο Εμπειρίκος, αλλά ποτέ δεν θα την κατακτήσεις, γιατί στη φύση της πάντοτε παραμένει άπιαστη κι απατηλή, παραπλανητική και αινιγματική, ώσπου κάποια στιγμή σε ανταμείβει για την αφοσίωσή σου:

σου αποκαλύπτει την αλήθεια, σου λέει καθαρά πως
   ανήκει σε όλους.

Εκεί απάνω η ποίηση βρίσκει τον καθένα μας.

Τον καθένα μας; Ίσως ναι, αν αφεθούμε στη λυτρωτική δύναμή της, αν ευεργετηθούμε από τα θεραπευτικά νάματά της. Μιας δυνατής ποίησης σαν του Τίτου Πατρίκιου, ανθρωποκεντρικής, αισθαντικής, αυθόρμητης, θαλερής. Αυθεντικής πάνω απ’ όλα.

 



[1] Ποιήματα Ι 1943-1953, Ποιήματα ΙΙ, 1953-1959, Ποιήματα ΙΙΙ 1959-1973 και Ποιήματα IV 1988-2007, Κέδρος.
[2] «Συγκατοίκηση με το παρόν» 2011, «Σε βρίσκει η ποίηση» 2012.

Συνολικές προβολές σελίδας