Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Γιώργη Παυλόπουλου, Τα Αντικλείδια




ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν' ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

Το ποίημα «Τα Αντικλείδια» είναι μια αλληγορία με θέμα τον μαγικό κόσμο της αληθινής Ποίησης. Είναι ένα ποίημα «ποιητικής» και αναφέρεται στην αιώνια πρόκληση της Ποίησης προς τους ποιητές να διαβούν την πόρτα της. Κάθε «αντικλείδι» τους όμως, κάθε καινούριο ποίημα με το οποίο επιχειρούν να ανοίξουν την «ανοιχτή» πόρτα της Ποίησης, συμβάλλει στο κλείσιμό της και η προσπάθεια ανανεώνεται συνεχώς, επ’ άπειρον. Φαίνεται πως την ουσία της Ποίησης δεν μπορεί να την κατακτήσει κανείς. Η αληθινή ποίηση είναι απροσπέλαστη και υψηλή και μόνο οι υποψιασμένοι, οι «μυημένοι», μπορούν να κατανοήσουν μόνο σε κάποιο βαθμό αυτό το μυστικό. 
Το ποίημα μοιάζει με παραμύθι. είναι ένας ποιητικός μύθος, τον οποίο αφηγείται ένας αφηγητής με συμπαντική γνώση. Παρουσιάζει την αναζήτηση ενός άπιαστου «θησαυρού» που τελικά δε βρίσκεται πουθενά. Καταλήγει στο «επιμύθιο» πως από τότε που υπάρχει ο κόσμος γίνονται προσπάθειες για να ανοιχτεί η πόρτα της Ποίησης. Τα ποιήματα ορίζονται ως «μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια» που υπάρχουν «από τότε που υπάρχει ο κόσμος». Τα ποιήματα δεν ταυτίζονται με την ποίηση. Η Ποίηση με κεφαλαίο γράμμα είναι ο ιδανικός, ο ιερός στόχος στον οποίο αποβλέπουν οι ποιητές γράφοντας «αντικλείδια». Τη μαγική ουσία της κανείς δεν την έχει συλλάβει ακόμα. Μόνο οι ευαίσθητοι ποιητές, που αγωνίζονται σκληρά με την ποιητική δημιουργία στην προσπάθειά τους να καταχτήσουν την αλήθεια της τέχνης τους, μπορούν να πλησιάσουν κοντά και να «δουν» μέσα από την πόρτα. Η ουσία της όμως παραμένει άπιαστη, χιμαιρική, σαν όνειρο απραγματοποίητο, αφού αμέσως μετά η πόρτα κλείνει.
Ο καταληκτικός στίχος του ποιήματος μας ξαναγυρίζει στην αρχή του ποιητικού μύθου (κύκλος) και έτσι το ποίημα αφήνει ανοιχτό το θέμα: η απόπειρα να παραβιαστεί η ανοιχτή πόρτα της Ποίησης (σχήμα οξύμωρο και λογική αντίφαση) θα καταλήγει σε ματαιοπονία και η διαδικασία θα επαναλαμβάνεται όσο υπάρχει ο κόσμος και όσο οι ποιητές γράφουν ποιήματα. Η πόρτα της Ποίησης θα κλείνει συνεχώς και έτσι η πρόκληση θα ανανεώνεται επ’ άπειρον.

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Αφηγηματικά και σημασιακά μοτίβα στον Κρητικό του Δ. Σολωμού


                                  
Ο Κρητικός είναι ένα έργο της ωριμότητας του Διονύσιου Σολωμού, μια λαμπρή ποιητική σύνθεση, από τις σημαντικότερες της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας, και ένα από τα πιο κρυπτικά και αινιγματικά του ποιητή ως προς την ερμηνεία. Η ποιητική αφήγησή του, όπως έχει εκδοθεί από τον Πολυλά, εκτείνεται σε 134 στίχους, που διαρθρώνονται σε πέντε αποσπάσματα με τη σολωμική αρίθμηση 18, 19, 20, 21 και 22. Γράφτηκε το 1833-1834, σε μια εποχή κρίσιμη για τον ποιητή εξαιτίας της πολύκροτης δίκης με τον ετεροθαλή αδελφό του, αλλά και σε μια μεταβατική εποχή για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος: στο θρόνο της Ελλάδας είχε ανεβεί ο ανήλικος Όθων, την εξουσία, όμως, ασκούσε η Αντιβασιλεία. Τα Επτάνησα, αφού πέρασαν από ενετική και γαλλική κατοχή, βρίσκονταν από το 1815 με τη συνθήκη του Παρισιού στα χέρια της Αγγλίας.
Η υπόθεση του έργου τοποθετείται δέκα χρόνια πριν από τη συγγραφή του, γύρω στο 1823-1824 και είναι εμπνευσμένη από τον ηρωικό αγώνα των Κρητικών για την απελευθέρωσή τους από τους Οθωμανούς, που άρχισε το 1821. Συγκεκριμένα, ο Σολωμός εστιάζει σε ένα ανώνυμο Κρητικό ανάμεσα στις χιλιάδες που τον Μάρτιο/Απρίλιο του 1824 προσπάθησαν να σωθούν από τις εκκαθαρίσεις του Χουσεΐν Μπέη στη Δυτική Κρήτη κατευθυνόμενοι με τα καράβια τους προς τα Κύθηρα, Αντικύθηρα και δυτική Πελοπόννησο. καθ’ οδόν όμως ναυάγησαν ή βρήκαν οικτρό θάνατο από τους κανονιοβολισμούς των Τούρκων, τις κακουχίες και την πείνα. Πολλοί μελετητές, βέβαια, επισημαίνουν ότι η δράση του ποιήματος συνδέεται χαλαρά με τα ιστορικά γεγονότα[1]. Η έμπνευση του ποιητή από τον Κρητικό αγώνα, η γλώσσα και η μετρική του ποιήματος μαρτυρούν τους συναισθηματικούς δεσμούς του ποιητή με την Κρήτη, καθώς και τη βαθιά γνώση της Κρητικής λογοτεχνίας, ιδιαίτερα του Ερωτόκριτου.
Ο Κρητικός, όπως και όλα τα έργα της ωριμότητας του Σολωμού, αποτελεί μια ιδιόμορφη σύνθεση λυρικών ενοτήτων χωρίς «οριζόντια» - χρονική ή λογική- αφηγηματική πορεία, αλλά με σύνδεση κυρίως συνειρμική. Για το λόγο αυτό, οποιαδήποτε προσέγγισή του στον οριζόντιο άξονα προδίδει τον αποσπασματικό χαρακτήρα της σύνθεσης, που θεωρείται από τους σημαντικότερους μελετητές του σολωμικού έργου συνειδητή επιλογή του ποιητή. Το θέμα της αποσπασματικότητας του έργου του Σολωμού είναι από τα πιο πολυσυζητημένα σολωμικά ζητήματα και έχουν εκφραστεί σχετικά ποικίλες απόψεις[2]. Οι περισσότεροι, όμως, σύγχρονοι κριτικοί της λογοτεχνίας (Καψωμένος, Βελουδής, Ροζάνης, Δημηρούλης κ.ά.) θεωρούν την αποσπασματικότητα αποτέλεσμα της επίδρασης των αισθητικών αρχών του ευρωπαϊκού ρομαντισμού του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα του γερμανικού, που θεωρούσε ότι η αισθητική απόλαυση που προσφέρει ένα «ατελές» έργο είναι ανώτερη από αυτήν που δίνει ένα ολοκληρωμένο, επειδή εκφράζει τη μεταφυσική του «απείρου» που χαρακτηρίζει την αιώνια διψασμένη ψυχή του ρομαντικού ποιητή[3]. Έτσι, δεν αποδίδεται πια η αποσπασματικότητα σε συνθετική αδυναμία του ποιητή (όπως γράφει ο Παλαμάς), ούτε στο πάθος της τελειότητας που τον διακατείχε (όπως ο Στεργιόπουλος). Κρίνεται, μάλιστα, ως βασικό συστατικό της γοητείας του σολωμικού έργου: ο Βάρναλης πίστευε πως «το έργο αυτό το κομματιασμένο έχει μεγαλύτερη γοητεία», ενώ ο Λίνος Πολίτης χαρακτήρισε τα αποσπάσματα των ώριμων σολωμικών συνθέσεων ως «λυρικές ενότητες ή επεισόδια λυρικά»[4].  για τον Κρητικό σημείωνε συγκεκριμένα ότι, αν και το ποίημα είναι αποσπασματικό και παρά το γεγονός ο Σολωμός το προόριζε ως ένα επεισόδιο μιας επικολυρικής σύνθεσης που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε[5], έχει αρχή, μέση και τέλος, καθώς και απόλυτη συνοχή[6]. Τα σχεδιάσματα μάλιστα του Κρητικού βρέθηκαν αυτόγραφα, συγκεντρωμένα σε ένα τετράδιο και όχι σε σκόρπια φύλλα. Δείχνουν, μάλιστα, ότι είχαν υποστεί έξι διαδοχικές επεξεργασίες, από τις οποίες η αρχή και η σειρά σταθεροποιήθηκε στην 5η επεξεργασία, αλλά και η τελευταία δεν θεωρείται οριστική[7].
Εφόσον, λοιπόν, κι ο ίδιος ο ποιητής δεν επεδίωξε να δώσει μια τελική μορφή στο ποίημά του, οποιαδήποτε προσπάθεια ερμηνευτικής προσπέλασής του δεν θα πρέπει να προϋποθέτει μια λογική δόμηση, αλλά να κινηθεί, όπως επισημαίνει ο Ερ. Καψωμένος, στον «παραδειγματικό άξονα»: δηλαδή στην αναζήτηση και ερμηνεία των αφηγηματικών σχημάτων, μοτίβων και δομών των λυρικών ενοτήτων, σε συσχετισμό με το συνολικό σολωμικό έργο: του χώρου, του χρόνου, του αφηγητή, των ποιητικών μοτίβων, των δοκιμασιών,  της λειτουργίας της φύσης, της εικόνας της φεγγαροντυμένης, του ήχου κ.ά.
Ο βασικός θεματικός πυρήνας του Κρητικού είναι η αγωνιώδης προσπάθεια ενός ναυαγού από την Κρήτη, μετά την αποτυχημένη Κρητική εξέγερση,  να σωθεί και να σώσει την αγαπημένη του, αντιμετωπίζοντας όχι μόνο αντίξοες φυσικές δυνάμεις, αλλά και τις προσωπικές μεταφυσικές του αγωνίες. Το περιεχόμενο του Κρητικού, που αποτελεί ένα μονόλογο σε πρώτο πρόσωπο, περιλαμβάνει τη φοβερή θύελλα που ξέσπασε στο πέλαγος, το ναυάγιο μέσα στη νύχτα και την πάλη του Κρητικού με τα κύματα έχοντας την αγαπημένη του στην αγκαλιά του, την εμφάνιση της φεγγαροντυμένης μέσα σε μια ατμόσφαιρα υπερκόσμιας γαλήνης, το γλυκύτατο ήχο που λύγισε τις δυνάμεις του και το φτάσιμο στην ακτή, όπου ο ήρωας διαπίστωσε το θάνατο της αγαπημένης του. «Τώρα» περνά τις μέρες του ζητιανεύοντας, μετέωρος ανάμεσα σ’ αυτό τον κόσμο και τον άλλο, περιμένοντας να συναντηθεί κάποτε με την κόρη στην έσχατη κρίση.
Τα γεγονότα, όμως, στο ποίημα δεν παρουσιάζονται με την παραπάνω ευθύγραμμη χρονολογική σειρά, αλλά με συνεχείς παραβιάσεις της φυσικής χρονικής διαδοχής, με αναλήψεις και προλήψεις. Ο χρόνος, άλλωστε, της ποιητικής αφήγησης, συνιστά μια από τις σημαντικότερες ιδιοτυπίες της δομής και της πλοκής του Κρητικού, λόγω της συνεχούς μετατόπισής του από το παρόν στο παρελθόν ή στο μέλλον. Συγκεκριμένα, η χρονική αφετηρία είναι το δυστυχισμένο «παρόν» του ήρωα-αφηγητή, όταν όλες οι δοκιμασίες του έχουν τελειώσει[8]. Το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής αφήγησης καταλαμβάνει η ανάληψη που περιέχει τα «ευθύγραμμα» επεισόδια[9], δηλαδή το ναυάγιο, τη νηνεμία, την εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης, τον ήχο και το θάνατο της κόρης[10]. Με μικρότερες αναλήψεις εγκιβωτισμένες μέσα στην εκτεταμένη «ευθύγραμμη» ανάληψη δίνονται τα «περιφερειακά» γεγονότα, δηλαδή οι βρεφικές κι ερωτικές μνήμες, ο Κρητικός πόλεμος, οι χαμένοι σύντροφοι, οι λαβωματιές στη μάχη, το ξεκλήρισμα της οικογένειας του ήρωα και ο εκπατρισμός του[11]. Στην ποιητική αφήγηση ενσωματώνονται επίσης και προλήψεις που αναφέρονται στο θάνατο της κόρης[12] και στην έσχατη κρίση[13].
Σύμφωνα με τον Μαρωνίτη[14], η λυρική αφήγηση του Κρητικού οργανώνεται σε τέσσερις ομόκεντρους κύκλους («εποχές»), που περιλαμβάνουν: η πρώτη εποχή τα «ευθύγραμμα επεισόδια» (ναυάγιο, νηνεμία, Φεγγαροντυμένη κτλ.), η δεύτερη τις παλίνδρομες μνήμες (βρεφική, εφηβική ηλικία, μάχες κτλ.), η τρίτη το μοτίβο της έσχατης κρίσης και η τέταρτη το ρημαγμένο παρόν του αφηγητή.
Σε κάθε χρονική βαθμίδα περιλαμβάνεται και μια δοκιμασία. Άλλωστε, κατά τον Καψωμένο, το μοτίβο της δοκιμασίας αποτελεί τον «διαρθρωτικό άξονα της δράσης»[15] του Κρητικού:
v  Η φυσική δοκιμασία καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής αφήγησης  και εστιάζεται στην προσπάθεια του ήρωα του μετά το ναυάγιο να σώσει τον εαυτό του και την αγαπημένη του. Τρεις κυρίως είναι οι δυνάμεις που επιχειρούν να κάμψουν τον αγώνα του Κρητικού: η μανιασμένη θάλασσα, η Φεγγαροντυμένη και ο ήχος.
v  Η ηρωική δοκιμασία είναι αισθητή στην προϊστορία του ήρωα στην Κρήτη, στους αγώνες του ήρωα εναντίον των Τούρκων, πριν από τον εκπατρισμό του.
v  Η ηθική δοκιμασία φαίνεται στην αντίσταση του ήρωα στα εμπόδια που συναντά και στη μεταστροφή του ψυχισμού του στο αφηγηματικό παρόν, μετά το θάνατο της αγαπημένης του.
v  Η μεταφυσική δοκιμασία φαίνεται στον οραματισμό της έσχατης κρίσης.
Αναλυτικότερα, η φυσική δοκιμασία, που αποτελεί και την εκτενέστερη ανάληψη, αρχίζει με το απ. 1 [18.], όπου παρουσιάζεται ο Κρητικός» , με  την αγαπημένη του στην αγκαλιά του, μεσοπέλαγα, μέσα στη μαύρη νύχτα, να κοιτάζει την απόσταση που είχε να διανύσει μέχρι το ακρογιάλι. Η μακρινή απόσταση από τη στεριά και η αίσθηση του μάταιου της προσπάθειας υποβάλλονται με την εκτεταμένη παρήχηση του α στο ρήμα «Εκοίταα», αλλά και με τα οκτώ συνολικά άλφα που υπάρχουν στο στίχο, καθώς και με τη χασμωδία μεταξύ «μακριά» και «ακόμη»: Εκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ' ακρογιάλι. Απελπισμένος, επικαλείται το προσωποποιημένο αστροπελέκι να του φωτίσει τη θάλασσα καλοπιάνοντάς το με το επίθετο «καλό» (ευνοϊκό): «Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!».. Σαν απάντηση, έπεσαν τρία αστροπελέκια πολύ κοντά στην κόρη θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή της και στη συνέχεια ακούστηκαν δυνατές βροντές, που αγρίεψαν το σκηνικό και δημιούργησαν ένα ηχηρό αντίλαλο. Η σκηνή προκαλεί δέος στον αναγνώστη με την απεραντοσύνη και τη μεγαλοπρέπεια της φύσης, η οποία υποβάλλεται με τους πληθυντικούς αριθμούς «πέλαγα», «ακρογιαλιές» και «βουνά», ενώ ο άνθρωπος φαίνεται ανίσχυρος μπροστά της: «Τα πέλαγα στην αστραπή κι ο ουρανός αντήχαν, /Οι ακρογιαλιές και τα βουνά μ' όσες φωνές κι αν είχα». Η ομοιοκαταληξία «αντήχαν - κι αν είχαν» και η παρήχηση του χ δημιουργούν την αίσθηση της ηχούς, ενώ η όλη διαστολή της φύσης (από τη θάλασσα à στα πέλαγα à τον ουρανό à τις ακρογιαλιές και à τα βουνά) υποβάλλει την αίσθηση της κοσμικής διάστασης, αλλά και της μέθεξης του ήρωα  στο κοσμικό σύμπαν.
Στη φυσική δοκιμασία παρεμβάλλεται η μεταφυσική. Το απ. 2 [19.] αποτελεί μια παρέκβαση εσχατολογικού χαρακτήρα. Ο ήρωας διακόπτει προσωρινά την αφήγησή του κάνοντας έκκληση στους υποθετικούς ακροατές του να πιστέψουν όσα θα τους πει. Ο τριπλός όρκος του ακολουθεί ανιούσα ιεραρχική σειρά: ορκίζεται αρχικά στις λαβωματιές του από τις μάχες, έπειτα στις ψυχές των συντρόφων και συμπολεμιστών του που έπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας και τέλος στο ιερότερο αγαθό του, την αγαπημένη του, «που του έκαψε την ψυχή τον κόσμο απαρατώντας». Ο στ. 4 αποτελεί μια πρόληψη, με την οποία κατανοούμε ότι τελικά ο ήρωας δεν κατάφερε να σώσει την κόρη από τη μανιασμένη θάλασσα. Η αναφορά στο θάνατο της αγαπημένης του τον μεταφέρει σε άλλο χωρικό και χρονικό επίπεδο: ο Κρητικός απευθυνόμενος στη Σάλπιγγα της Δευτέρας Παρουσίας  Λάλησε, Σάλπιγγα!») αφηγείται το μεταφυσικό όραμά του: τινάζει το σάβανο από πάνω του και, σαν τον Οδυσσέα, μεταβαίνει στην Κοιλάδα του Ιωσαφάθ (κοντά στην Ιερουσαλήμ), όπου βρίσκονται οι σκιές των αναστημένων νεκρών, αναζητώντας την καλή του για να κριθεί μαζί της στην αιωνιότητα (στην έσχατη δικαίωση). Οι αναστημένοι απαντούν ότι την είδαν «στη θύρα της Παράδεισος» αγνή και δροσερή («της τρέμαν τα λουλούδια») να ψάλλει ύμνους αναστάσιμους και να λαχταρά τη στιγμή που η ψυχή θα ξανασυναντήσει το σώμα της. Ο ουρανός είχε σαστίσει κι ο κόσμος ανέβαλλε την καταστροφή του:
 Ο ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,                                          
Το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος .
Με το όραμα της έσχατης κρίσης ο Κρητικός οδηγείται μέσα σε μια στιγμή από τη σωματική αίσθηση στην πνευματική ενόραση και από τον αισθητό κόσμο στη θέαση του υπεραισθητού.
Με το Απ. 3 [20.] η διήγηση του Κρητικού συνδέεται και πάλι με το σημείο στο οποίο είχε διακοπεί εξαιτίας της εσχατολογικής παρέκβασης, δηλαδή με τη σκηνή του ναυαγίου. Ξαφνικά η μανιώδης καταιγίδα και η τρικυμισμένη θάλασσα γαληνεύουν. Η αιφνίδια ομορφιά που διεισδύει στο χώρο, προκαλεί νηνεμία. Τα στοιχεία της φύσης συμφιλιώνονται μεταξύ τους: η τρικυμία κοπάζει κι ο ουρανός γίνεται ευωδιαστό περιβόλι. Όλη η εικόνα της γαλήνης και της άπνοιας, που υποβάλλεται με την επανάληψη «ησύχασε» - «ησυχία», προετοιμάζει  ένα «κρυφό μυστήριο»: την επιφάνεια μιας θεϊκής μορφής. Εκείνη τη στιγμή, η κόρη χαρούμενη αγκαλιάζει τον αγαπημένο της, ίσως επειδή ησύχασε αναπάντεχα η θάλασσα [16]:
Ακόμη εβάστουνε η βροντή...............................................
Κι η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,
Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,
Σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ' άστρα.
Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση                                     5
Κάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό ν' αφήσει.
Δεν ειν' πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας
Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,
Όμως κοντά στην κορασιά, που μ' έσφιξε κι εχάρη,
Εσειότουν τ' ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι.                            10
Και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
Κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.
Ο στίχος 13 («Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της») εικονοποιεί τη λαμπερή, αιθέρια, υπερβατική φύση της φεγγαροντυμένης. Αξιοσημείωτη είναι και η αντίθεση «μάτια… ολόμαυρα» με «χρυσά μαλλιά», τεχνική που συνηθίζει στα ποιήματά του ο Σολωμός για να δώσει την εντύπωση του θαυμαστού[17] (βλ. Ελεύθεροι Πολιορκημένοι: «Η μαύρη πέτρα ολόχρυση»):
Στο Απ. 4 [21.] η μυστηριακή γυναίκα μεταμορφώνει το τοπίο: κοιτάζει τ’ άστρα και αναγαλλιάζουν, λάμπουν πιο πολύ, χωρίς να υπερνικούν τη δική της λάμψη. Πατώντας ανάλαφρα στη θάλασσα ανοίγει τα χέρια της για ν’ αγκαλιάσει όλη την πλάση: «Κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει». Η επενέργειά της είναι θετική: έρωτας, ταπεινοσύνη, ομορφιά, καλοσύνη, φως. Τέλος, το βλέμμα της μαγνητίζει ο Κρητικός, όπως η βελόνα της πυξίδας που στρέφεται στο Βορρά, έλξη που αποδίδεται με το ουσιαστικό «πετροκαλαμίθρα» (είδος μαγνητικής βελόνας από καλάμι)[18]. Ο ήρωας-αφηγητής αναρωτιέται τι του θυμίζει η όψη της. Κατά το μοτίβο των τριών δίνει τρεις εκδοχές: του θυμίζει ή εικόνα σε εκκλησία ή τον ιδανικό έρωτα ή την είχε δει στο όνειρό του όταν ήταν βρέφος. Με τη μορφή της φεγγαροντυμένης συνδέονται γλυκές απωθημένες μνήμες του ήρωα από μια απολεσθείσα ευδαιμονία, από τα πρώτα θρησκευτικά και ερωτικά του βιώματα (ναός/ εικόνισμα, μάνα/ ερωτικό ίνδαλμα):
Κάν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,                             15
Κάν τ' όνειρο, όταν μ' έθρεφε το γάλα της μητρός μου.
Την παρομοιάζει μάλιστα με το νερό που αναβρύζει ξαφνικά από τα βάθη του βουνού και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα. Χάνει τότε την οπτική επαφή μαζί της, αν και νιώθει ακόμα μαγνητική τη ματιά της. Σ’ αυτό το σημείο παρεμβάλλεται η ηρωική δοκιμασία: αν δεν χανόταν η μιλιά του θα της διηγιόταν την ιστορία του, το βίαιο ξεκλήρισμα της οικογένειάς του πριν φύγει μακριά από την Κρήτη, αυτήν που τώρα διηγείται στους ακροατές. Σαν τον ναυαγό Οδυσσέα όταν απευθύνεται στη Ναυσικά, την αποκαλεί θεά και της ζητά να σώσει το μοναδικό στήριγμα της ζωής του, αυτό «το τρυφερό κλωνάρι»[19].
Στο Απ. 5 [22.] η φυσική δοκιμασία συνεχίζεται: η θεϊκή γυναίκα ανταποκρίνεται στην έκκλησή του και να συμμερίζεται τον πόνο του χαμογελώντας γλυκά. Τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα και μοιάζουν με της αγαπημένης του, φράση που τροφοδότησε τις απόψεις των κριτικών ότι η φεγγαροντυμένη είναι η αγαπημένη του ήρωα μεταμορφωμένη σε θεά, θεοποιημένη. Έπειτα, η φεγγαροντυμένη χάθηκε σαν οπτασία, αλλά πριν χαθεί, ένα «μαγικό» δάκρυ της που κυλά στο χέρι του μεταστρέφει τον ψυχισμό του (βλ. έμφαση στο «εγώ», στ. 4-5), προκαλώντας νέα ιεράρχηση στις αξίες του: δεν επιθυμεί πια να σκοτώσει Αγαρηνούς μ’ αυτό το χέρι, αλλά να ζητήσει «ψωμί» απ’ το διαβάτη, να ολοκληρωθεί δηλαδή μέσα από την αγάπη του άλλου. Η Φύση, ως φορέας του κάλλους και του Αγαθού, ως Ιδέα, δοκιμάζει τον Κρητικό, αφαιρεί την αγωνιστικότητά του και παραλύει την αντίστασή του. Ο ήρωας, μετά από την ηθική αυτή δοκιμασία, εγκαταλείπει το πολεμόχαρο πνεύμα που τον χαρακτήριζε στο παρελθόν κι αναζητά την αδελφότητα μέσα σε μια ατμόσφαιρα πληρότητας:
Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,                              5
π' αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι.
χαρά δεν του 'ναι ο πόλεμος. τ' απλώνω του διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι.
Ουσιαστικά, όμως, το σαγηνευτικό όραμα της φεγγαροντυμένης λειτουργεί αρνητικά και τον αποπροσανατολίζει από το στόχο του, που είναι η σωτηρία της κόρης. Τα αστροπελέκια που ξεσπούν στο άγριο πέλαγο σβήνουν το όραμα και τον επαναφέρουν στη σκληρή πραγματικότητα: στη θάλασσα που πασχίζει να καταπιεί την αγαπημένη του. Ενώ η «επιφάνεια» της φεγγαροντυμένης μέσα στη φύση είχε γαληνέψει τη θάλασσα συμβολικά, η εξαφάνισή της την αγριεύει. Έτσι, κι ο νους του Κρητικού για λίγο ανταριάζει, αλλά αποκτά ανανεωμένη δύναμη από το θείο δάκρυ για να παλέψει με τα «άγρια και μυρωδάτα κύματα», τόση που ούτε στις νεανικές άνισες μάχες με τους εχθρούς δεν είχε εναντίον του «μπόμπου- Ισούφ»[20] και στη «Λαβύρινθο»[21]. Το αγωνιστικό παρελθόν του Κρητικού, η ηρωική δοκιμασία, συνδέεται κατ’ αυτό τον τρόπο με τη θαλασσινή περιπέτειά του, η οποία αποτελεί μια νέα πρόκληση, καθόλου κατώτερη.
Μετά την παρέκβαση της φεγγαροντυμένης, ο Κρητικός ξαναπιάνει τη διήγηση και περιγράφει το δυνατό χτύπο της καρδιάς του καθώς ακουμπά στην «πλευρά» της αγαπημένης του, στοιχείο που του δίνει δύναμη να συνεχίσει. Ξάφνου, μια νέα κρίσιμη φυσική δοκιμασία τον περιμένει: ένας «γλυκύτατος ηχός» ακούγεται, που επιβραδύνει το ρυθμό του. Εκστασιασμένος, μάταια προσπαθεί να βρει κάτι με το οποίο να συγκρίνει τον απόκοσμο αυτό ήχο:
Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,                                 25
Και βγαίνει τ' άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,
Και τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάει,
Του δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάει.
Δεν είν' αηδόνι κρητικό, που σέρνει τη λαλιά του
Σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ' έχει τη φωλιά του,                                 30
Κι αντιβουίζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα
Η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,
Ώστε που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ' αστέρια,
Κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια.
Δεν είν' φιαμπόλι το γλυκό, οπού τ' αγρίκαα μόνος                         35
Στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ' ετράβουνεν ο πόνος
Κι έβλεπα τ' άστρο τ' ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
Και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·
Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα
Κι εφώναζα: «ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!»                           40
Οι αλλεπάλληλες αρνήσεις («Δεν είν’ …») τονίζουν τη μοναδικότητα του ήχου, ο οποίος, όμως, θυμίζει στον Κρητικό τρία πράγματα, που συμπυκνώνουν αντίστοιχα τους τρεις αναβαθμούς της πνευματικής αναζήτησης: τον πόθο του έρωτα, την υπέρβαση της ιδέας και τον αγώνα για την ελευθερία. Του θυμίζει: α) το τραγούδι μιας κοπέλας που τραγουδά την ώρα του δειλινού για τον κρυφό της έρωτα, β) το τραγούδι κρητικού αηδονιού σε ψηλούς κι άγριους βράχους μέχρι που έρχεται η αυγή και γ) τη φλογέρα βοσκού που άκουγε στον Ψηλορείτη («φιαμπόλι») κι άναβε μέσα του τον καημό της ελευθερίας για τη ματωμένη του Πατρίδα. :
Ο υπερφυσικός ήχος συνεπαίρνει τον ήρωα τόσο πολύ (σαν τον «Πειρασμό»), ώστε ξεχνά τα πάντα, ακόμα και την κόρη, παραλύει κάθε αντίστασή του. Στους στ. 50-54 είναι εμφανής η διάσταση ψυχής-σώματος και η συγκινησιακή φόρτιση του ήρωα, που «στενάζει». Στην «αναβάθρα» των δυσκολιών -καταιγίδα, φεγγαροντυμένη, ηχός- η τελευταία αποδεικνύεται ακατανίκητη και λυγίζει την ηθική και ψυχική δύναμη  του ήρωα. Όταν, τέλος, ο ήχος σβήνει, ο Κρητικός «απιθώνει στην ακτή την αρραβωνιασμένη» και ανακαλύπτει πως είναι «πεθαμένη» (είναι αξιοσημείωτη η ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία των δύο τελευταίων στίχων). Η αντιθετική σύζευξη του Έρωτα και του Χάρου με την ηθική δικαίωση της γυναικείας μορφής σύμφωνα με το σολωμικό ιδανισμό, λειτουργεί καταλυτικά και ερημώνει τον επίγειο παράδεισο: με το θάνατο του «άλλου μισού», ο Κρητικός, ανακτώντας τις αισθήσεις του, μένει μόνος. Παρά τη βαθιά πληγή του, μπορεί τώρα να προσδοκά σαν τον πρωτόπλαστο Αδάμ, ως αντιστάθμισμα, τη μεταφυσική δοκιμασία, την έσχατη κρίση: την αιώνια συνύπαρξη με την αγαπημένη του στον ουράνιο παράδεισο. Και το ποίημα τελειώνει όπως άρχισε, με την αναφορά στο ακρογιάλι (κυκλική δομή).
Ενσωματωμένη μέσα στη φυσική δοκιμασία αναδεικνύεται και η ηρωική δοκιμασία: η πολεμική δραστηριότητά του στην Κρήτη, η αγωνιστική νεότητά του, η αγάπη για την πατρίδα και η έκρηξη του πατριωτικού πόνου.  Οι δοκιμασίες ολοκληρώνονται και ο ήρωας βρίσκει τη σωτηρία του φτάνοντας στη στεριά μεταμορφωμένος μέσα από την Αγάπη του άλλου, αν και με θυσία της αγαπημένης του. Μέσα από τον Έρωτα ενώνονται οι δύο όχθες, του θανάτου και της ζωής, του ουρανού και της γης και ο ήρωας κερδίζει τη θέαση της αιωνιότητας, τη μετάβαση από τον εμπειρικό/ φυσικό/ιστορικό χρόνο στον μεταφυσικό (της Δημιουργίας και της Ανάστασης)[22].
Γι’ αυτό το λόγο, πολλές ερμηνείες που έχουν δοθεί στον Κρητικό εστιάζουν  στην αλληγορική υπέρβαση του αισθητού, στην τραγική σύγκρουση φύσης και ζωής, στην αρμονική συνύπαρξη του έρωτα και του θανάτου κ.ά. Ως προς την τελευταία ερμηνευτική εκδοχή, αναφέρεται συμπληρωματικά και η άποψη του ίδιου του Σολωμού για το βασικό θέμα του Κρητικού, η οποία καταγράφεται σε σημείωση σε χειρόγραφό του: «Nel Cretense é lamore divinizzato» (Στον Κρητικό είναι ο θεοποιημένος έρωτας). Με αυτό το αυτοσχόλιο προβάλλεται παράλληλα και η αξία του συμβόλου της φεγγαροντυμένης στο έργο.
Κλειδί, βέβαια, σε κάθε ερμηνεία του Κρητικού, αλλά και όλου του σολωμικού έργου, είναι η μελέτη των ποιητικών/ αφηγηματικών μοτίβων του, θεματικών (του έρωτα, του θανάτου, του ονείρου, του θαύματος, της φύσης, της πίστης, της αγωνιστικότητας, της ελευθερίας κ.ά.) και δομικών (της φεγγαροντυμένης, του μαγευτικού ήχου, της έσχατης Κρίσης, του μοτίβου των τριών κ.ά.). κομβικό σημείο αποτελούν, ιδιαίτερα, οι απόψεις που έχουν εκφραστεί για τη μορφή της φεγγαροντυμένης[23]. Έχει ειπωθεί πως η μορφή της, όπως και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους (Σχεδ. Γ΄, «Πειρασμός»), παρασταίνει μια θεά (την αναδυομένη Αφροδίτη) ή την ιδανική ομορφιά της Φύσης ή μια εξιδανικεύμενη μορφή της ανθρώπινης ζωής και της ηθικής τελειότητας. Κατ’ άλλους μελετητές, ενσαρκώνει τις πλατωνικές ιδέες της ομορφιάς, της καλοσύνης και της δικαιοσύνης (φιλοσοφική ερμηνεία) ή αποτελεί μια «αρχετυπική γυναικεία φιγούρα», κάτι σαν τη Μητέρα, τη Μάνα-Φύση, τη Μητέρα Θεά του Έρωτα, την Αφροδίτη ή τη Μητέρα του Θεού και των ανθρώπων, την Παναγία (ψυχαναλυτική ερμηνεία). Μπορεί ακόμα να εκπροσωπεί τη Θρησκεία, την Ουράνια Αγάπη ή την ψυχή της αγαπημένης του Κρητικού που έχει μεταμορφωθεί σε μια εξυψωμένη πνευματική οπτασία, σ’ ένα ιδεώδες ον. Σύμφωνα με άλλη ερμηνεία, η φεγγαροντυμένη εκπροσωπεί την πρόνοια του Θεού που παίρνει τη μορφή της Μεγάλης Μητέρας, της Πατρίδας, της Ελλάδας- Ελευθερίας. Οι ποικίλες ερμηνείες της φεγγαροντυμένης, κατά τον Ερ. Καψωμένο, συγκλίνουν ως προς τη θεϊκή της υπόσταση, που ορίζεται στη σχέση της με τη φύση. Παραμένει μια «καθαρά σολωμική σύλληψη», μια θεία παρουσία μέσα στη φύση.
Ανάλογης σπουδαιότητας στην ερμηνεία του έργου είναι και η αφηγηματική και σημασιακή λειτουργία του ήχου και η οργανική του σχέση με τη φεγγαροντυμένη[24]. Ερμηνεύεται ως αγγελικός ψαλμός που συνοδεύει την ψυχή της κόρης στον ουρανό, σαν μια μυστική αρμονία που ενώνει τον γήινο και τον ουράνιο κόσμο, που δεν είναι άλλη από τη μουσική της Αγάπης. Μπορεί ακόμα να είναι ένας θείος ήχος που συνοδεύει την υπερφυσική στιγμή της επιφάνειας της φεγγαροντυμένης ή ήχοι που τους δίνει η θεά στον Κρητικό ως ενίσχυση στη ζωή του[25]. Τόσο η φεγγαροντυμένη όσο και ο ηχός λειτουργούν ως «εξωτερικά εμπόδια» που προβάλλει η Φύση[26] και τα οποία απειλούν να παραπλανήσουν ή να κάμψουν ηθικά τον ήρωα. Λειτουργούν, δηλαδή, σαν τις Σειρήνες, τους Λωτοφάγους, την Καλυψώ κ.ά., που επιθυμούν να λυγίσουν τη θέληση του ήρωα.
Το μοτίβο της Φύσης έχει σημαντικότατο ρόλο στο έργο του Σολωμού και ειδικότερα στον Κρητικό, εντύπωση που δίνει άλλωστε η επίμονη χρήση φυσικών εικόνων και μοτίβων στο έργο του. Η φύση έχει δύο όψεις, θετική και αρνητική: από τη μια πλευρά αποτελεί αρχέτυπο του κάλλους και του αγαθού και ενσαρκώνει την επίγεια ευδαιμονία, ενώ από την άλλη, είναι η δύναμη που αντιμάχεται την ηθική θέληση του ανθρώπου, εκπροσωπώντας την άλογη βία. Είναι επίσης εμφανής η εξιδανίκευση της γυναίκας  μέσω της μορφής της φεγγαροντυμένης, ενώ η πατρίδα εμφανίζεται με την αναφορά στους αγώνες των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων για τη λευτεριά.
Αισθητή είναι και η χρήση του ομηρικού μοτίβου των τριών, που απαντάται και στη δημοτική μας ποίηση: τρεις κεραυνοί, τριπλός όρκος, τρεις εκδοχές για το πού είχε ξαναδεί τη φεγγαροντυμένη, σε τρεις περιπτώσεις είχε δει τόσο δυνατό το χέρι του, τρεις είναι οι παρομοιώσεις του μαγευτικού ήχου, τρεις οι φυσικές «δοκιμασίες» του Κρητικού: καταιγίδα, φεγγαροντυμένη, ήχος.
Αν αναζητεί κανείς στον Κρητικό μια μοναδική ερμηνεία, σίγουρα θα διαψευστεί, γιατί το έργο είναι πολύσημο και πολυδιάστατο. Αποτελεί μια πανθεϊστική σύλληψη, μια σύζευξη αντιθετικών ιδεών και αξιών, που ενσωματώνονται σε ενιαίο «μυθικό σύμπαν»: του παγανιστικού πνεύματος και της χριστιανικής μεταφυσικής, του κοσμικού γίγνεσθαι και του ανθρώπινου «εγώ», της προαιώνιας μητέρας όλων, της Φύσης, και του Θεού, του συμπαντικού έρωτα και του θανάτου, της μυστικής αρμονικής ένωσης του ανθρώπου με τη φύση, της λεπτής ισορροπίας ανάμεσα στη Στιγμή και την αιωνιότητα.  Ως προς την τελευταία ερμηνεία βοηθούν και οι στοχασμοί του Σολωμού που καταγράφονται στο αυτόγραφο τετράδιο του Κρητικού (Ζ αρ.11):
«Μια ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στην ψυχή του ναυαγού, μεστή από μια μεγάλη στιγμή της Ιδέας (που είναι να φέρει στ’ ακρογιάλι την αρραβωνιαστικιά που τη νομίζει ζωντανή) και στα εξωτερικά εμπόδια της φύσης, μεστά από μια άλλη στιγμή της Ιδέας, μαγευτική. Θαρρώ πως εδώ πολύ φυσικά βαθαίνει η αυλακιά ενός μεγάλου ποιήματος».
Το κάλεσμα για την προσπέλαση αυτού του «μεγάλου ποιήματος» αποτελεί μια πρόκληση ανάλογη με το γλυκύτατο ηχό, γιατί είναι ένα ποίημα μεστό από στοχασμό και συναίσθημα, από λογισμό κι απ’ όνειρο, από φυσικές, ηθικές, αισθητικές κι ανθρώπινες αξίες. Η επαφή μ’ αυτό το σολωμικό έργο μας ανταμείβει, παρά τις όποιες δυσκολίες του, γιατί, όπως γράφει ο Μαρωνίτης, «η ποίηση, δεν είναι όπως νομίζουν μερικοί, ανέξοδη: για να περάσει στην ψυχή μας, τρώει το κορμί μας. Σ’ αντάλλαγμα …μας οδηγεί μέσα από το αγεωμέτρητο χάος, στη γεωμετρία της ζωής, που είναι η αποφασισμένη μοίρα του ανθρώπου»[27].


ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΛΕΞΙΟΥ ΣΤ., Διονυσίου Σολωμού ποιήματα και πεζά, επιμέλεια - εισαγωγές: Στυλιανός Αλεξίου, Στιγμή, Αθήνα 1994.
ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ Γ., Η ποίηση στη ζωή μας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 19582 (19231).
ΒΑΓΕΝΑΣ Ν., Γύρω από μερικούς δαντικούς ήχους στο Σολωμό, Αθήνα 1968.
ΒΑΛΕΤΑΣ Γ., Ο Σολωμός και οι Φαναριώτες, 1825-1891, Αθήνα 19702 (19361).
ΒΑΡΝΑΛΗΣ Κ., Ο Σολωμός χωρίς Μεταφυσική, Στοχαστής, Αθήνα 1925.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ Κ., “Σολωμικά”, Μελέτες για το Σολωμό, Αθήνα 19782.
BEATON R., «Ο Σολωμός ρομαντικός: Οι διακειμενικές σχέσεις του ‘Κρητικού’ και του ‘Πόρφυρα’, Ελληνικά, τχ. 40, 1989, σσ.132-147.
ΒΕΛΟΥΔΗΣ Γ., Διονύσιος Σολωμός. Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι γερμανικές πηγές, Γνώση, Αθήνα 1989.
ΔΗΜΗΡΟΥΛΗΣ Δ., «Φάκελος ‘Διονύσιος Σολωμός’. Ανατομία ενός εθνικού θρίλερ», Μεταίχμιο, Αθήνα 2003.
ΘΕΜΕΛΗΣ Γ., Ο Σολωμός ανάμεσά μας. Αναζήτηση της αληθινής ανθρώπινης φύσης, Κωνσταντινίδης, Θεσσαλονίκη 1971.
ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ Α., Διονύσιος Σολωμός. Από το Σολωμό ως το Μυριβήλη. Μελέτες και άρθρα, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας ”, Αθήνα 1969.
ΚΑΨΑΣΚΗΣ Σ., “Στοιχεία βιογραφίας του Διονυσίου Σολωμού”, Τυπωθήτω, Αθήνα 1998.
ΚΑΨΑΣΚΗΣ Σ., Η ιδεολογική και πολιτική διαμόρφωση του Διονυσίου Σολωμού, 1818 - 1838, Κέδρος, Αθήνα 1991.
ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ Ε., “Οι σχέσεις ανθρώπου - φύσης στο Σολωμό”. “Κρητικός” -“Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”, “Πόρφυρας”, Χανιά 19792.
ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ Ε., Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου”. Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό”, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Αθήνα 1992.
ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ Ε., «Ο Κρητικός του Σολωμού – Αφηγηματικές και σημασιακές δομές», Νέα Εστία, τχ. 1707 (1998), σσ. 1248-1288.
ΚΟΥΤΕΛ ΛΟΥΙ (COUTELLE LOUIS), Πλαισιώνοντας το Σολωμό, 1965-1969, Μελετήματα, Νεφέλη, Αθήνα 1990.
ΚΡΙΑΡΑΣ ΕΜ., Διονύσιος Σολωμός. Ο βίος και το έργο, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Αθήνα 19692 (19571).
ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ Ζ., Για το Σολωμό, τη λύρα τη δίκαιη, Ίκαρος, Αθήνα 1974.
ΜΑΚΡΙΤΖ Π., (MACKRIDGE P.), Διονύσιος Σολωμός, Μτφρ. Κ. Αγγελάκη-Ρουκ, Καστανιώτης, Αθήνα 1995.
MACKRIDGE P., «Time out of Mind: The relationship between Story and Narrative in Solomos ‘The Cretan’, BMGS 9 (1984-1985), σσ. 187-208.
ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ Δ., «Εφιάλτες και οράματα στο Σολωμό», Διαλέξεις, Στιγμή, Αθήνα 1992.
ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ Δ., Οι εποχές του «Κρητικού», Πίσω-Μπρος, Προτάσεις και υποθέσεις για τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία, Στιγμή, Αθήνα 1986, σσ.13-35 και Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού, Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμέλεια Γ. Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003, σ. 214-228.
ΠΟΛΙΤΗΣ Λ., Διονυσίου Σολωμού αυτόγραφα έργα”, Επιμέλεια Λίνος Πολίτης, εκδ. Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1964.
ΠΟΛΙΤΗΣ Λ., Γύρω στο Σολωμό. Μελέτες και άρθρα, 1938-1958, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 19852 (19581).
ΠΟΛΙΤΗΣ, Λ., «Η δομή του ‘Κρητικού’», Κερκυραϊκά Χρονικά, τχ. 15, 1970, σσ. 181-188.
ΡΑΪΖΗΣ Β., Διονύσιος Σολωμός, Νέα Υόρκη 1982.
ΡΟΖΑΝΗΣ ΣΤ., Σπουδές στο Διονύσιο Σολωμό, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1982.
ΡΟΖΑΝΗΣ ΣΤ., Διονύσιος Σολωμός. Ιστορική πράξη και αίσθηση στο έργο του, Ύψιλον, Αθήνα 1988.
ΡΟΖΑΝΗΣ ΣΤ., Σπουδή στο Σολωμό. Το όραμα της καταστροφής, Δωδώνη, Αθήνα 1983.
ΣΑΒΒΙΔΗΣ Γ.Π., «Δύο αφανή προβλήματα δομής του Κρητικού», Ο Ερανιστής, τχ. 11 (1974), σσ. 443-455.
ΤΖΙΟΒΑΣ Δ., «Η πρόσληψη του Σολωμού», Από τον λυρισμό στον μοντερνισμό, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σσ. 23-75.
ΤΣΑΝΤΣΑΝΟΓΛΟΥ Ε., Μια λανθάνουσα ποιητική σύνθεση του Διονυσίου Σολωμού (Διδακτορική Διατριβή), Ερμής, Αθήνα 1982.
ΤΣΑΝΤΣΑΝΟΓΛΟΥ Ε., «Η ταυτότητα της Φεγγαροντυμένης στον Κρητικό του Σολωμού: το όραμα του ποιητή και το όραμα του ζωγράφου», Μνήμη Λ. Πολίτη, ΑΠΘ, ΕΕΦΣ, Θεσ/κη 1988, σσ. 167-195.


[1] Μάκριτζ Π., Διονύσιος Σολωμός, μτφρ. Κ. Αγγελάκη- Ρουκ, Καστανιώτης, Αθήνα 1995, σ. 143. Είναι ενδιαφέρον βέβαια το γεγονός ότι ο Σολωμός εμπνέεται από την Κρητική τραγωδία. Άλλωστε, τα Επτάνησα είχαν δεχτεί κύμα Κρητικών προσφύγων μετά το 1669, ανάμεσα στους οποίους ο Νικόλαος και Πέτρος Σολωμός, πρόγονοι του ποιητή.
[2] Για μια θεώρηση των κριτικών απόψεων σχετικά με τα σολωμικά αποσπάσματα βλ. Αλισανδράτος Γ.Γ., «Τα σολωμικά αποσπάσματα», Νέα Εστία, τχ. 1707, 1998, σσ. 1205-1233.
[3] Βελουδής Γ., Διονύσιος Σολωμός. Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι γερμανικές πηγές, Γνώση, Αθήνα 1989, σσ. 391-392.
[4] Πολίτης Λ, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1998, σ. 148.
[5] Πολίτης Λ, «Η δομή του ‘Κρητικού’, Γύρω στον Σολωμό, Μελέτες και Άρθρα (1938-1932), Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1995, σ. 402 και Τσαντσάνογλου Ε., Μια λανθάνουσα ποιητική σύνθεση του Διονυσίου Σολωμού (Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη 1978), Ερμής, Αθήνα 1982.
[6] Πολίτης Λ, ό.π., σ. 403 και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1998, σ. 147.
[7] Μαρωνίτης Δ..Ν., «Οι εποχές του Κρητικού», Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού, Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμέλεια Γ. Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003, σ. 216.
[8] Απ. 5 [22.] στ.5-8
[9] Καψωμένος Γ. Ερ., «Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου», Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1992, σσ. 80-81.
[10] Απ. 1 [18.], απ. 3 [20.], απ. 4 [21.] στ. 1-15 και 18-29 και απ. 5 [22.] στ. 1-4, 9-15, 21-34, 43-58.
[11] Απ. 2 [19.] στ. 2-3, απ. 4 [21.] στ.  14-16, 16-17 και 31-36, απ. 5 [22.] στ. 4-5, 16-20 και 25-33, 35- 42.
[12] Απ. 2 [19], στ. 4.
[13] Απ. 2 [19] 5-18.
[14] Βλ. σχετικά Μαρωνίτης Δ., ό.π., σσ. 214-228.
[15] Καψωμένος Ερ., «Ο ‘Κρητικός’ του Σολωμού. Αφηγηματικές και σημασιακές δομές», Νέα Εστία τχ. 1707, 1998, σ. 1248 κ.ε.
[16] Σύμφωνα με μια ερμηνεία, η κίνηση της κόρης, η οποία συμπίπτει με την ανάδυση της μορφής που λούζεται στο δροσάτο φως του ολοστρόγγυλου φεγγαριού που ξεπροβάλλει, της φεγγαροντυμένης, «ήταν το τελευταίο επιθανάτιο σκίρτημά της, καθώς η ψυχή της αποχωρίζεται πια το κορμί της»: Τσαντσάνογλου, Ε., «Η ταυτότητα της Φεγγαροντυμένης στον Κρητικό του Σολωμού: το όραμα του ποιητή και το όραμα του ζωγράφου», Μνήμη Λ. Πολίτη, Α.Π.Θ., Ε.Ε.Φ.Σ, Θεσ/κη 1988, σ.178.

[17] Βλ. Μάκριτζ Π., ό.π. σ. 149.
[18] Για μια διαφορετική ερμηνεία της «πετροκαλαμίθρας», βλ. Δάλλας Γ., «Εγώ το σίδερο κι αυτή η πετροκαλαμήθρα», Νέα Εστία, τχ. 1707, 1998, σσ. 1289-1301.
[19] Με την ίδια έκφραση περιγράφεται και η Αρετούσα στον Ερωτόκριτο.
[20] Ίσως είναι αληθινό πρόσωπο και δηλώνει κάποιο Τούρκο που πολέμησε στην Κρήτη. Το «μπόμπο» σημαίνει «χαζό», ενώ το όνομα Ισούφ το χρησιμοποιεί ο Σολωμός σε σατιρικό ποίημά του.
[21] Ίσως η σπηλιά του Μινώταυρου ή αρχαίο λατομείο στη Γόρτυνα που χρησίμεψε σαν καταφύγιο των χριστιανών τότε.
[22] Βελουδής Γ., ό.π., σ. 373.
[23] Για τις ποικίλες ερμηνείες της Φεγγαροντυμένης, βλ. Καψωμένος Ερ., «Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου», Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1992, σσ. 203-251 και Νεοελληνική Λογοτεχνία, Βιβλίο Καθηγητή, σσ. 52-63.
[24] Καψωμένος, ό.π., σ.229.
[25] Για τις διάφορες ερμηνείες του ήχου, βλ. Καψωμένος, ό.π., σ.229 κ.έ.
[26] Καψωμένος Ερ., «Ο ‘Κρητικός’ του Σολωμού. Αφηγηματικές και σημασιακές δομές», Νέα Εστία τχ. 1707, 1998, σ. 1267.
[27] Μαρωνίτης Δ.Ν., «Οι εποχές του ‘Κρητικού’, Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού, Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμέλεια Γ. Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003, σ. 228.

Συνολικές προβολές σελίδας