Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Τα καβαφικά «επιτύμβια» ποιήματα - Οι πηγές, ο χαρακτήρας και η τεχνική τους




Μια ενδιαφέρουσα ομάδα ποιημάτων του Καβάφη είναι τα «επιτύμβιά» του. Δικαιολογημένα θα τα ονομάζαμε έτσι, επειδή όλα είναι αφιερωμένα σε κάποιο νεκρό και στην πλειοψηφία τους θα μπορούσαν να χαραχτούν σε πλάκες. Επιπλέον, διαθέτουν τα γνωρίσματα των αρχαίων ποιημάτων που προορίζονταν για επιτύμβιες στήλες (των «επιγραμμάτων»):
·         την πυκνότητα,
·         τη λιτότητα  και
·         τη συγκινητική αποστροφή προς τον αναγνώστη της επιγραφής.
-   «Λυσίου Γραμματικού Τάφος»,
-   «Ευρίωνος Τάφος»,
-       «Για τον Αμμόνη, που πέθανε 29 ετών, στα 610»
-       «Ιασή Τάφος»,
-       «Ιγνατίου Τάφος»,
-       «Λάνη Τάφος»,
-       «Εν τω μηνί Αθύρ»,
-       «Εις το επίνειον»,
-       «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες»,
-       «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής»,
-       «Κίμων Λεάρχου, 22 ετών, σπουδαστής ελληνικών γραμμάτων (εν Κυρήνη)».
Στην ίδια ομάδα θα μπορούσε να ενταχθεί και το ανέκδοτο ποίημα «Επιτάφιον», καθώς και το ποίημα «Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628-655 μ.Χ.», τα οποία γράφονται όταν το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται ακόμη εν ζωή.
Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι υπάρχουν και άλλα ποιήματα του Καβάφη που αναφέρονται στο θάνατο νέων, όπως π.χ. «Μύρης. Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.», «Ο Αριστόβουλος», «Δέησις», «Τα άλογα του Αχιλλέως», τα οποία όμως δεν έχουν τα τυπικά γνωρίσματα ενός επιτυμβίου που αναφέρθηκαν πιο πάνω[1].
Τα επιτύμβια ποιήματα έχουν ξεχωριστή θέση μέσα στο καβαφικό «corpus», γιατί συμπυκνώνουν μερικά βασικά θέματα της καβαφικής ποίησης: τον έρωτα, το θάνατο, τη μοίρα και την τέχνη. Λίγα ποιήματα στην παγκόσμια λογοτεχνία αισθητοποιούν με τόση ζωντάνια κι ειλικρίνεια τη δραματική αντίθεση «έρως-θάνατος» και αποθεώνουν με τόση συγκίνηση τον έρωτα που δεν περιμένει πια ανταπόδοση και που τελικά νικάει το θάνατο. Επιπλέον, τα επιτύμβια του Καβάφη είναι ποιήματα απαράμιλλης ομορφιάς, λιτά και μετρημένα, σοφά δομημένα και πυκνά. Φέρνουν τον κόσμο των νεκρών κοντά στον κόσμο των ζωντανών κι εκφράζουν μια ήρεμη, συγκρατημένη μελαγχολία που προδίδει βαθύ πόνο.
Ως προς τις πηγές τους: έχουν ήδη επισημανθεί από έγκυρους μελετητές οι απηχήσεις της Παλατινής Ανθολογίας στον Καβάφη, αφού ο ποιητής, όπως γράφει ο Ιωάννου[2], τη μελετούσε «περισσότερο από κάθε άλλη και σιγά σιγά μετάγγισε σημαντικό μέρος από αυτήν μέσα στο έργο του». Τόσο τα ελληνιστικά όσο και τα αρχαϊκά και τα κλασικά επιγράμματα φαίνεται να επηρέασαν ιδιαίτερα τον Καβάφη.
Λίγα λόγια για τα αρχαία επιγράμματα: είναι έμμετρα ποιήματα (σε ιαμβικό τρίμετρο ή εξάμετρους) μεγάλων ποιητών –ή και αγνώστων και ανωνύμων- χαραγμένα σε αγγεία και τάφους. Τα αρχαιότερα ανήκουν στην αρχαϊκή περίοδο (8ος αιώνας) και έχουν περιεχόμενο επιτύμβιο και αναθηματικό. Τα πιο περίτεχνα είναι τα κλασικά επιγράμματα: το ύφος τους είναι λεπτοδουλεμένο και ο τόνος τους ελεγειακός: ήρεμος, ειλικρινής και συναισθηματικός.
Η τυπική μορφή γενικά ενός αρχαίου επιτύμβιου επιγράμματος είναι η εξής:
-          επίκληση στον περαστικό, και
-          συναισθηματική αναφορά στο γεγονός του θανάτου του προσώπου στον οποίο ανήκει ο τάφος.
Στην Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική περίοδο (323-30 π.Χ.) το επίγραμμα έχει συνήθως τη μορφή σύντομου ελεγειακού δίστιχου εμπνευσμένου από κάποιο γεγονός σημαντικό (όπως π.χ. ο θάνατος ενός ήρωα) αλλά και ασήμαντο (όπως είναι ο θάνατος μιας ακρίδας). Τα ελληνιστικά επιγράμματα, όπως και τα κλασικά, έχουν ύφος λιτό, απλό και συμπυκνωμένο, αλλά δεν προορίζονται για επιγραφές σε τάφους. Στα Επιγράμματα του Καλλίμαχου του Κυρηναίου (περ.310-240 π.Χ.) «ολοκληρώνεται η αλεξανδρινή μικροτεχνία», κατά το Lesky[3]. Το επιτύμβιο και το ανάθημα επανέρχονται με λιτή διατύπωση και κομψή γλώσσα, που συνδυάζει την πιο υψηλή τέχνη με την απλότητα, ενώ παράλληλα εμφανίζονται καινούρια θέματα που μιλούν κυρίως για την ομορφιά αγοριών, τη φιλία και τον έρωτα. Η παλιά επιγραφή της επιτύμβιας στήλης αποσπάται από το ψυχρό μάρμαρο και ζει αυτόνομα. Τα επιτύμβια γίνονται ο καθρέφτης της καθημερινότητας και δεν είναι πια αφιερωμένα μόνο σε πραγματικά αλλά και σε φανταστικά πρόσωπα, ακόμα και σε έργα τέχνης ή φυσικές ομορφιές.
Όλα αυτά τα γνωρίσματα μπορεί κανείς να τα ανιχνεύσει στα επιτύμβια του Καβάφη. Ας δούμε μερικά παραδείγματα που φανερώνουν τις επιδράσεις που δέχτηκε ο ποιητής:
«Κάτω απ’ την πλάκα κείμαι. Έρωτα μ’ έλεγαν.
Άδικα κόπηκα, σαν τριαντάφυλλο της άνοιξης.
     Στα τέσσερά μου έσπασε της μοίρας μου το νήμα». [4]
Εύκολα θα συσχέτιζε κανείς το παραπάνω επίγραμμα του ανώνυμου ποιητή του 2ου με 3ου αι. μ.Χ. με τους στίχους του Καβάφη από το ποίημα «Ιασή Τάφος»: «Κείμαι ο Ιασής ενταύθα. Της μεγάλης ταύτης πόλεως / ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά… / Οι καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’ εσκότωσαν».
Επίσης, το ακόλουθο επίγραμμα του Καλλίμαχου: «Κοντά απ’ του γιου του Βάττου το μνήμα περνάς, που ήξερε καλά και ποίηση / να γράφει, και πετυχημένα να σμίγει το γέλιο του με το κρασί» [5] έχει αναλογίες ύφους με το καβαφικό «Λυσίου Γραμματικού Τάφος»: «Πλησιέστατα, δεξιά που μπαίνεις, στην βιβλιοθήκη / της Βηρυτού θάψαμε τον σοφό Λυσία, γραμματικόν. Ο χώρος κάλλιστα προσήκει».
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι πέρα από τις επιδράσεις που δέχτηκε από τα αρχαία επιτύμβια, ο Καβάφης εισήγαγε νέες τεχνικές στα ποιήματά του και τους έδωσε βαθύτερες και πιο δραματικές διαστάσεις. Η ανανέωση αυτή επιτεύχθηκε σταδιακά, καθώς ωρίμαζε ως ποιητής, αφού τα επιτύμβια εκτείνονται σε μια μακρά περίοδο από το 1893 ως το 1928. Τη λεκτική, μορφική και θεματική αυτή διαφοροποίηση μπορεί κανείς να την επισημάνει συγκρίνοντας το ανέκδοτο ποίημα του 1893 «Επιτάφιον» με το ποίημα «Κίμων Λεάρχου, 22 ετών, σπουδαστής ελληνικών γραμμάτων (εν Κυρήνη)» του 1928. Στο πρώτο είναι σαφέστερη η χρήση των αρχαίων λογότυπων, όπως είναι ο αρχαιοπρεπής τίτλος, η επίκληση στο διαβάτη και το μοτίβο του «ενθάδε κείται» («Ξένε, παρά τον Γάγγην κείμαι Σάμιος / ανήρ…»), ενώ στο δεύτερο ο ποιητής απομακρύνεται από το αρχαίο πρότυπο εμπλέκοντας στο επιτύμβιό του περισσότερα δραματικά πρόσωπα και χρησιμοποιώντας συνθετότερες ποιητικές τεχνικές.
Τα επιτύμβια του Καβάφη ανήκουν σε δύο κυρίως τύπους:
·      Σ’ αυτά στα οποία μιλάει ο ίδιος ο νεκρός, και
·      Σ’ αυτά στα οποία μιλούν τα πρόσωπα που έχουν χάσει έναν αγαπημένο τους.
Υπάρχει επίσης η περίπτωση να ακούγονται στο ποίημα και οι δύο φωνές (και του νεκρού και των αγαπημένων προσώπων: «Κίμων Λεάρχου…») ή η φωνή του διαβάτη («Εν τω μηνί Αθύρ») ή και του ίδιου του ποιητή («Αιμιλιανός Μονάη…»). Σχεδόν όλα (με εξαίρεση το «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής» και το επίγραμμα «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες») είναι αφιερωμένα σ’ ένα (φανταστικό) νέο που πέθανε πρόωρα. Εγκωμιάζουν την ομορφιά του και προβάλλουν στιγμές της καθημερινότητάς του και της αγάπης που απολάμβανε από τους φίλους του. Διαθέτουν αμεσότητα, ειλικρίνεια και ζωντάνια και χρησιμοποιούν το β΄ ρηματικό πρόσωπο. Όταν μιλάει ο νεκρός, η δομή είναι απλή: αρχικά αυτοσυστήνεται και στη συνέχεια επιδιώκει ένα είδος συναισθηματικής επικοινωνίας με το διαβάτη. Σε όσα μιλούν τα αγαπημένα πρόσωπα, εκθειάζουν κυρίως την ομορφιά του νέου που χάθηκε.
Όπως και στα αρχαία επιγράμματα, ο σκοπός των επιτυμβίων του Καβάφη είναι παρηγορητικός και εγκωμιαστικός. Το δικαίωμα της υστεροφημίας το διεκδικούν όχι μόνο οι ήρωες και οι διάσημοι- αλλά και οι απλοί και άσημοι. Κοινός τόπος των καβαφικών επιτυμβίων είναι ότι όλα παρέχουν πληροφορίες σχετικές με το όνομα του νεκρού, την ηλικία του και τον τόπο καταγωγής του.
Το όνομα του νεκρού άνδρα, «η λέξη που θεμελιώνει την ταυτότητα και εγγυάται τη θύμηση»[6], συναντάται σχεδόν σε όλα τα ποιήματα είτε στον τίτλο είτε μέσα στο ίδιο το ποίημα. Με την αναφορά του ονόματος, το επιτύμβιο εξατομικεύεται και η οδύνη συγκεκριμενοποιείται. Ο τίτλος παραθέτει συνήθως το όνομα με απέριττη διατύπωση, όπως αρμόζει σε επιτύμβιο επίγραμμα (π.χ. «Ευρίωνος Τάφος», «Ιασή Τάφος»), σε μερικά όμως ποιήματα εμπλουτίζεται με περισσότερες πληροφορίες, όπως είναι η ηλικία του εκλιπόντος και ο χρόνος θανάτου του («Για τον Αμμόνη, που πέθανε 29 ετών, στα 610») ή ακόμα και η ιδιότητά του («Λυσίου Γραμματικού Τάφος»). Δύο ποιήματα δεν αναφέρουν καθόλου όνομα: το «Επιτάφιον», που μετατοπίζει το σημασιολογικό βάρος του ποιήματος στην ελληνική καταγωγή του γράφοντος («Σάμιος ανήρ»), καθώς και στα δεινά που υπέστη στην «τρισβάρβαρη γη» μακριά από τον ελληνισμό. Επίσης, το επίγραμμα «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες», το λαμπρό αυτό ποίημα που έχει, κατά το Σεφέρη, «κάτι από το μέταλλο του Σιμωνίδη»[7], καθορίζει στον τίτλο του ότι ο έπαινος απευθύνεται σε ομάδα πεσόντων σε μάχη. Στο ποίημα «Εν τω Μηνί Αθύρ» το όνομα του νεκρού αναφέρεται μέσα στο ποίημα και όχι στον τίτλο, γιατί η έμφαση μετατίθεται στο μήνα θανάτου του, που αποτελεί θλιβερό ορόσημο για τους αγαπημένους του. Κατά τον ίδιο τρόπο και στο ποίημα «Εις το Επίνειον», ο τίτλος εστιάζει στο χώρο όπου συντελέστηκε η ταφή του νεκρού. Το ποίημα πραγματεύεται ένα σύνηθες θέμα των αρχαίων επιτυμβίων, το θάνατο στη θάλασσα. Το ποιητικό υποκείμενο περιγράφει με συγκρατημένη συγκίνηση το θάνατο του Έμη –ενός άγνωστου νέου «μες στο μέγα πανελλήνιον»-, τις δραματικές συνθήκες της ταφής του και καταλήγει στην τραγική ειρωνεία πως ήταν τουλάχιστον καλύτερα που οι γονείς του θα είχαν την ελπίδα ότι ο γιος τους ήταν ζωντανός. Την ίδια ιδέα εκφράζει ο Καβάφης και στο ποίημα του 1898 «Δέησις», όπου συναντάται και το θέμα της απάτης, «του φενακισμού θεών και ανθρώπων που διατρέχει όλη την ποίηση του Καβάφη», κατά το Σεφέρη[8]: η μάνα ανήξερη ότι ο γιος της χάθηκε στη θάλασσα ανάβει στην Παναγία ένα κερί για να επιστρέψει γρήγορα.
Θα πρέπει να επισημανθεί μια ακόμα εξαίρεση σε σχέση με τον τίτλο: στο ποίημα «Κίμων Λεάρχου, 22 ετών, σπουδαστής ελληνικών γραμμάτων (εν Κυρήνη)», το όνομα στον τίτλο δεν είναι του νέου που πέθανε (και ο οποίος λεγόταν Μαρύλος Αριστοδήμου), αλλά του θλιμμένου ξαδέλφου του, του Κίμωνα. Το ποίημα αυτό είναι ξεχωριστό ανάμεσα στα καβαφικά επιτύμβια, γιατί «αφηγείται» μια δραματική ερωτική ιστορία που εμπλέκει τρία πρόσωπα. Ανήκει στα «δίστηλα» ποιήματα του Καβάφη, σ’ αυτά που επίτηδες «σπάει» ο στίχος σε δύο ημιστίχια, και τα οποία έχουν συνήθως εξομολογητικό χαρακτήρα εκφράζοντας με τη «διάσπαση» του στίχου την ψυχική ταραχή του ποιητικού υποκειμένου[9]. Το συγκεκριμένο ποίημα αποτελείται από δύο μέρη: το πρώτο μέρος του είναι ουσιαστικά το «επιτύμβιο» και έχει νοηματική αυτοτέλεια, ενώ το δεύτερο περιέχει την «ιστορία». Θέμα του είναι ο άτυχος έρωτας του Κίμωνα για τον Ερμοτέλη, την αγάπη του οποίου είχε κλέψει ο αδελφικός σύντροφος των παιδικών του χρόνων, ο Μαρύλος. Οι αντιζηλίες, οι διαβολές και οι μνησικακίες του παρελθόντος παραμερίζονται μπροστά στο γεγονός του θανάτου. Ωστόσο, ο ευαίσθητος Κίμων δεν ευελπιστεί να κερδίσει ξανά τον Ερμοτέλη. Κι αν ακόμα ξαναγύριζε σ’ αυτόν, δε θα ήταν πια το ίδιο: ποτέ δε θα μπορούσε να τον έχει δικό του ο Κίμων, αφού το «ίνδαλμα του Μαρύλου»  θα ερχόταν πάντα ανάμεσά τους:
Είν’ η ψυχή μου πλήρης       λύπης για τον Μαρύλο.
Είχαμε μεγαλώσει        μαζύ, σαν αδελφοί.
Βαθυά μελαγχολώ.        Ο πρόωρος θάνατός του
κάθε μνησικακίαν        μου έσβυσ’ εντελώς.....
κάθε μνησικακίαν       για τον Μαρύλο —μ’ όλο
που με είχε κλέψει την        αγάπη του Ερμοτέλη,
που κι αν με θέλει τώρα       ο Ερμοτέλης πάλι
δεν θάναι διόλου το ίδιο.     Ξέρω τον χαρακτήρα
τον ευπαθή που έχω.         Το ίνδαλμα του Μαρύλου
θάρχεται ανάμεσό μας,        και θα νομίζω που
με λέγει, Ιδού είσαι τώρα           ικανοποιημένος.
Ιδού τον ξαναπήρες       ως εποθούσες, Κίμων.
Ιδού δεν έχεις πια        αφορμή να με διαβάλλεις.
 Είναι άξιο προσοχής ότι ο ποιητής επιλέγει για τον τίτλο του ποιήματός του τον Κίμωνα και όχι το Μαρύλο ή τον Ερμοτέλη, ίσως γιατί ο Κίμων είναι ο λιγότερο ευτυχής από όλους, ακόμα και σε σχέση με το νεκρό. Ο ποιητής με τον τρόπο αυτό δείχνει τη συμπάθειά του προς το πρόσωπο που δέχτηκε λιγότερο την ευεργεσία του έρωτα, σ’ αντίθεση με τα άλλα δύο πρόσωπα που δοκίμασαν στον έσχατο βαθμό την ερωτική ευτυχία.
Ως προς την ηλικία των νεκρών: στα επιτύμβια καταγράφεται ο πρόωρος θάνατος εξαίσιων νέων, στην ακμή της πνευματικής και σωματικής τους ωριμότητας. Η ηλικία τους κυμαίνεται μεταξύ 22 και 29. Ιδιαίτερα τα 29 χρόνια εμφανίζονται και σ’ άλλα ποιήματα του Καβάφη και θεωρούνται από τον ποιητή ως η ηλικία της «πλήρους αισθησιακής απόδοσης» των νέων, όπως π.χ. στο ποίημα «Ρωτούσε για την ποιότητα»: «…Έμορφος. / κ’ ενδιαφέρων: έτσι που έδειχνε φθασμένος / στην πλήρη του αισθησιακήν απόδοσι»[10]. Εξαίρεση αποτελεί ο ξενιτεμένος στο ποίημα «Επιτάφιον», ο οποίος είναι σε βαθιά γηρατειά («Μέχρι γήρατος / κατεκοπίασα, ειργάσθην απνευστί»), καθώς και ο «σοφός Λυσίας» («Λυσίου Γραμματικού Τάφος»), που πέρασε όλη τη ζωή του μέσα στη βιβλιοθήκη της Βηρυτού μελετώντας αρχαία κείμενα, γι’ αυτό και τον έθαψαν στον ίδιο χώρο. Έτσι, οι νέοι που συχνάζουν στη βιβλιοθήκη θα τον βλέπουν και θα τον τιμούν. Παρόμοια και ο «λίαν εγγράμματος» Αντίοχος πέθανε σε ώριμη ηλικία, έχοντας ζήσει «εγκρατώς και πράως», γι’ αυτό και ο σοφός Καλλίστρατος  εξαίρει τη σοφία, τη γενναιότητα και τη δικαιοσύνη του και πάνω απ’ όλα την «τιμιοτέραν ιδιότητά του», ότι υπήρξε «Ελληνικός» («Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής»).
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η αναφορά στη νεανική ηλικία των αποθανόντων προσδίδει δραματικό βάθος στα ποιήματα και συνδέεται άμεσα με την ομορφιά τους, που εκθειάζεται επίμονα («Ο ωραίος Ευρίων …Χάσαμεν όμως το πιο τίμιο – την μορφή του, / που ήτανε σαν μια απολλώνια οπτασία»,  «…να πεις και για την εμορφιά του, / για την λεπτή εμορφιά του που αγαπήσαμε»)[11].
Ως προς την αναφορά στην καταγωγή των νεκρών, ιδιαίτερη θέση κατέχουν στο corpus των επιτυμβίων του Καβάφη τα επτά αλεξανδρινά ποιήματά του («Ευρίωνος Τάφος», «Για τον Αμμόνη, που πέθανε 29 ετών, στα 610», «Ιασή Τάφος», «Εν τω Μηνί Αθύρ», «Ιγνατίου Τάφος», «Λάνη Τάφος», «Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628-655 μ.Χ.»), που συνθέτουν με ξεχωριστό τρόπο το καθένα το σκηνικό της αρχαίας Αλεξάνδρειας[12]. Όπως γράφει ο Edmund Keeley, το κάθε ποίημα «μνημονεύει το θάνατο ενός νέου άνδρα, που ταυτίζεται άμεσα με την Αλεξάνδρεια» [13]. Κοινό στοιχείο των νεκρών, εκτός από τον πρόωρο θάνατό τους, είναι η φήμη που είχαν για την ομορφιά τους και η ροπή τους προς τις καταχρήσεις του έρωτα. Ο Ευρίων δεν ήταν μόνο παιδί ωραίο, αλλά και σπουδασμένος αλεξανδρινός κι από καλή γενιά. Ο ποιητής παίρνει το ρόλο ενός από τους αγαπημένους φίλους του Ευρίωνα και προσπαθώντας να παρηγορηθεί για την ξαφνική απώλεια εστιάζει την προσοχή του στο περίτεχνο μνημείο του φίλου του, που ήταν αντάξιο της ομορφιάς του: από ερυθρόχρωμο πολύτιμο λίθο (συηνίτη λίθο) στολισμένο με πλήθος λουλούδια (κρίνα και μενεξέδες). Έπειτα, ο ποιητής-αφηγητής επισημαίνει την παράξενη διασταύρωση των φυλών που καθόρισαν τη γενιά, την ομορφιά και τις πνευματικές ικανότητες του Ευρίωνα, εκθειάζει την πολύπλευρη μόρφωση που απέκτησε (φιλοσοφία, ρητορεία, ιερά γράμματα) και σχολιάζει μελαγχολικά πως τουλάχιστο θα μείνει ότι «συνέγραψεν ιστορία». Η συγκίνησή του και των φίλων του κορυφώνεται στους δύο τελευταίους στίχους, όπου ο έπαινος γίνεται θρήνος για την τέλεια ομορφιά που χάθηκε για πάντα.
Στο ποίημα «Ιασή Τάφος», ο Ιασής χαρακτηρίζει την Αλεξάνδρεια «μεγάλη πόλη» και ζητά την κατανόηση του διαβάτη για τη ροπή του προς τις απολαύσεις, αφού όλοι γνωρίζουν την ορμή και τη «θέρμη του βίου» της Αλεξάνδρειας. Αντίθετα, ο Κλέων-Ιγνάτιος αντιστάθηκε τους τελευταίους δέκα μήνες της ζωής του στη χλιδή και την αμαρτωλή ζωή της πόλης και, παρόλο που «συνήλθε πολύ αργά», πέθανε ευτυχισμένος «μες στη γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού»[14]. Στο ποίημα «Εν τω Μηνί Αθύρ» ο ποιητής υποδύεται ένα περαστικό που διαβάζει μια παλιά φθαρμένη ταφόπετρα. Οι πρώτες λέξεις του υποδεικνύουν πως ο τάφος ανήκει σε Χριστιανό («Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ»). Διακρίνει το μήνα θανάτου του εκλιπόντος (Σεπτέμβριος ή Οκτώβριος), το όνομά του (Λεύκιος), την ηλικία του (μόλις 26 χρονών), την καταγωγή του (Αλεξανδρεύς), καθώς και τις λέξεις «δάκρυα», «οδύνη», «πένθος» και πάλι «δάκρυα». Συμπεραίνει, λοιπόν, πως Λεύκιος θα γνώρισε μεγάλη αγάπη όσο ζούσε. Κι αντίθετα με την ασκητική γαλήνη που εμπνέει ο Χριστιανισμός, ο Λεύκιος φαίνεται να έζησε έξω από το μέτρο, όπως ταιριάζει σε μια πόλη δοσμένη στην ηδονή. Ο πιο περήφανος όμως αλεξανδρινός ήταν ο Λάνης, που «δεν δάνειζε την εμορφιά του έτσι» και δεν ήθελε να τον ζωγραφίσουν με τη μορφή του Υάκινθου, αλλά ως Λάνη, γιατί πίστευε πως ήταν πιο ωραίος από εκείνον. Το ποίημα καταγράφει με ιδιαίτερη ευαισθησία συγκινητικές στιγμές γνήσιου ανθρώπινου πόνου που μόνο η μνήμη μπορεί να γιατρέψει: «Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε, / στον τάφο που έρχεσαι και κλαις, και μένεις ώρες κι ώρες. / Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο κοντά σου / στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις την εικόνα, / που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχε που ν’ αξίζει, / που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχες αγαπήσει».
Η Αλεξάνδρεια ήξερε να εκτιμά την ομορφιά και επομένως καλλιεργούσε υπερβολική ίσως αυτοπεποίθηση στους ωραίους νέους και ενέπνεε μια ποίηση αντάξια του πάθους και της λεπτότητάς της. Στο επιτύμβιο του Αμμόνη, οι φίλοι του ζητούν από ένα άξιο ποιητή, το Ραφαήλ, ένα ξεχωριστό επιτύμβιο που θα ταιριάζει στην εκλεπτυσμένη και ηδονική ζωή της Αλεξάνδρειας και θα εκφράζει καλαίσθητα και με πάθος τη λύπη και την αγάπη τους για τον ποιητή τους: «Ραφαήλ, οι στίχοι σου έτσι να γραφούν / που νάχουν, ξέρεις, από την ζωή μας μέσα των / που κι ο ρυθμός κ’ η κάθε φράσις να δηλούν / που γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός».
Στα επιτύμβια του Καβάφη η Αλεξάνδρεια απεικονίζεται σαν μια πόλη που την συνθέτουν πολλές αντιθέσεις: μια πόλη-σύμβολο, που «μετεωρίζεται αναποφάσιστη»[15] ανάμεσα στην ειδωλολατρία και το χριστιανισμό, την αρμονική σοφία κι ομορφιά και το πάθος της ηδονής. μια πόλη που τελικά αποδεικνύεται ολέθρια για τα παιδιά της. Αυτή τη «σκοτεινή πλευρά» της αποκαλύπτει και το ποίημα του Αιμιλιανού Μονάη, που προβάλλει την Αλεξάνδρεια του ψεύδους και της κακίας, που αδιάκριτα ξεγυμνώνει τις «πληγές» και «τα τρωτά μέρη» των ανθρώπων. Γι’ αυτό κι ο Αιμιλιανός Μονάη δηλώνει πως θα δημιουργήσει «μια εξαίρετη πανοπλία» ψεύδους που θα τον προστατεύει από τα βέλη των κακών ανθρώπων. Έτσι, δε θα αφήνει όσους τον πλησιάζουν να διεισδύουν στην ψυχή του και να αποκαλύπτουν τις αδυναμίες του, αφού οι τρόποι, τα λόγια και η φυσιογνωμία του θα είναι όλα ψεύτικα. Στην τελευταία στροφή, τον τραγικό επίλογο γράφει ο ποιητής-αφηγητής που επισημαίνει μελαγχολικά και με «λεπτή ειρωνεία» πως ο πρόωρος θάνατος του Μονάη έβαλε τέλος στις «καυχησιές» του ότι θα μπορούσε ποτέ να προστατευτεί απ’ την κακία των ανθρώπων, αφού τελικά τον πρόλαβε ο θάνατος. Δεν ξέρει αν έκανε την πανοπλία, πάντως δεν τη φόρεσε πολύ, γιατί πέθανε είκοσι επτά χρονών στη Σικελία, μακριά από την πόλη του την Αλεξάνδρεια (που είχε ήδη από το 641μ.Χ. πέσει στα χέρια των Αράβων[16]), μακριά από τους ανθρώπους της, που ήξεραν πώς να πληγώνουν:
Ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλιανού Μονάη.
 Άραγε νάκαμε ποτέ την πανοπλία αυτή;
Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.  

Στα καβαφικά επιτύμβια δεν αναφέρεται συνήθως η αιτία θανάτου του προσώπου στο οποίο είναι αφιερωμένο το ποίημα, σ’ αντίθεση με τα αρχαία επιτύμβια στα οποία αποτελεί σύνηθες θέμα: π.χ. «Αγαπητός σε συμπολίτες και ξένους, ο Φάνης ενθάδε κείται / που κάποτε, πρώτος στη μάχη, έπεσε στην πρώτη γραμμή»[17]. Επίσης: «Ενθάδε κείται η ξακουστή Βερονίκη. / Στους νυφικούς θαλάμους σύνευνός της ο Κορνήλιος ήταν. / Κι όταν εκείνον νόσος αμάχητη τον έσβησε, / αυτή μονάχα πέντε μέρες το νήμα των Μοιρών ξετύλιξε. / Και πέθανε. Με θάνατο το θάνατο του αντρός της να γιατρέψει»[18]. Ακόμα: «Ενθάδε κείται της Λουκίλλας το λείψανο. Δίδυμα γέννησε. / Με τον πατέρα ζει το ένα. Τ’ άλλο κοντά της βρίσκεται»[19].  Αναφέρεται μόνο η αιτία θανάτου του Σάμιου ανδρός (τα γηρατειά), του Ιασή (οι ερωτικές καταχρήσεις) και του Έμη (κάποια ασθένεια «εις τον πλουν»).
 Ό,τι αποτελεί κοινό γνώρισμα των επιτυμβίων είναι ο ευτυχισμένος θάνατος, παρά τον οξύ πόνο που αυτός προκάλεσε. Ο Σάμιος ανήρ, ο Λυσίας,  ο Ιγνάτιος, ο Μαρύλος πεθαίνουν ευτυχισμένοι, ο καθένας για τους δικούς του λόγους: ο πρώτος γιατί στον Άδη θα βρίσκεται με τους συμπολίτες του και θα μιλά για πάντα ελληνικά, ο Λυσίας γιατί θα κείται αιώνια μαζί με ό,τι αγάπησε στη ζωή περισσότερο –τα ελληνικά βιβλία, ο Ιγνάτιος γιατί απαρνήθηκε τα πλούτη του και πέθανε ως Χριστιανός «αναγνώστης»[20] και ο Μαρύλος, γιατί ο αγαπημένος του Ερμοτέλης του πρόσφερε στις τελευταίες του στιγμές αμέριστη την αγάπη του. Σε όλα τα επιτύμβια, όπως είναι φυσικό, υπάρχει μια τάση εξιδανίκευσης. Όλοι πρόσφεραν κάτι σημαντικό πριν από το θάνατό τους: οι πολεμιστές υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας αρίστευσαν στο πεδίο της μάχης, ο Αντίοχος υπήρξε «της χώρας κυβερνήτης προνοητικός», ο Αμμόνης διακρίθηκε για τη λεπτή ομορφιά και για την ποίησή του, ο Ευρίων, ο Λάνης κι ο Ιασής ξεχώρισαν για τη θεϊκή μορφή τους. Εξαίρεση αποτελεί μόνο ο Έμης που είχε  άδοξο τέλος και «πτωχότατη ταφή». πέθανε μόνος κι άγνωστος στο συριακό επίνειο, αφήνοντας τουλάχιστο στους γονείς του την ελπίδα ότι ζούσε ακόμα.
Κλείνοντας την εισήγησή μου, θα ήθελα να τονίσω την αξία αυτών των ποιημάτων ως φορέων μιας «οικουμενικής προοπτικής της ανθρώπινης περιπέτειας»[21]. Με τη λιτή διατύπωσή τους, την ελεγειακή τους μελαγχολία, τον συγκρατημένο πόνο και το πάθος που κρύβουν πετυχαίνουν να αναδείξουν το τραγικό νόημα της ζωής και την ουσία της σοφίας της, που βρίσκεται στην κατανόηση του εύθραυστου ορίου της. Τα καβαφικά επιτύμβια παρουσιάζουν τον έρωτα μέσα από την προοπτική του θανάτου και το θάνατο μέσα από την προοπτική του έρωτα: μπορεί να επήλθε ο θάνατος, η ευτυχία ωστόσο είναι ακόμα δυνατή και λειτουργεί σαν αντίδοτο στη θλίψη. Από τα ποιήματα αυτά απουσιάζει κάθε μεταφυσική ανησυχία: ζώντες και νεκροί αντιμετωπίζουν με νηφαλιότητα το γεγονός του θανάτου, δε σημαίνει όμως ότι το αποδέχονται. Τα εξαίσια αυτά ποιήματα υμνούν τα νιάτα, την ομορφιά, τα εκλεπτυσμένα γούστα, τα ερωτικά πάθη.  δίνουν συνολικά μια εικόνα του «ωραίου βίου», όπως εκτιμήθηκε μέσα από την εμπειρία του θανάτου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΑΛΛΑΣ Γ., Ο Καβάφης και Δεύτερη Σοφιστική, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1984.
ΔΑΛΛΑΣ Γ., Καβάφης και Ιστορία, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1986, σ.161.
Επιτάφιος Λόγος,  Αρχαία Ελληνικά Επιτύμβια Επιγράμματα, Επιλογή και Εισαγωγή Denis Rocques, μτφρ. και επίμετρο Παντελής Μπουκάλας, εκδ. Άγρας, Αθήνα 1999.
Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Επιλογή κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 1999.
HAAS D., « ‘Αι αρχαί του Χριστιανισμού’: Ένα θεματικό κεφάλαιο του Καβάφη», π. Χάρτης, 5/6 (Απρίλιος 1983), σσ.  589-608.
ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ Σ., Κ.Π. Καβάφης – Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ου αιώνα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1983, σσ.287-288.
ΙΩΑΝΝΟΥ Γ., «Ο Κ.Π. Καβάφης και το δωδέκατο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας», π. Διαβάζω, τχ.78, 1983, σσ. 41-49.
Καλλιμάχου Επιγράμματα, Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια. Επιμέλεια Φ. Παγωνάρη-Αντωνίου, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1997.
ΚΑΒΑΦΗΣ Κ.Π. Ποιήματα Α΄- Β΄, Φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1963.
KEELEY Ε., Η Καβαφική Αλεξάνδρεια, Εξέλιξη ενός μύθου, μτφρ. Τζ. Μαστοράκη, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1979, σσ.76-77.
LΕSKY Α., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α.Γ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 970.
ΛΕΧΩΝΙΤΗΣ Γ., Καβαφικά αυτοσχόλια, Δ. Χάρβεϋ & Σία, Αθήνα 1977.
ΝICOSIA S., Το σήμα και η μνήμη, Ταφικά επιγράμματα από την αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Ε. Γαραντούδης, Πολύτυπο, Αθήνα 1994.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ Ι.Μ., «Ο Καβάφης, ποιητής του κλειστού χώρου», Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Επιλογή κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 1999, σσ.200-202.
ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ Ε.Π., Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1955, σ.121 κ.έ.
ΣΕΦΕΡΗΣ Γ., Δοκιμές, Α΄ τόμος, Ίκαρος, Αθήνα 1974, σ.324 κ.έ.
ΣΚΙΑΔΑΣ Α., Επί τύμβω, Ανθρωπιστική Εταιρεία, Αθήνα.
ΣΚΙΑΔΑΣ Α., Αρχαϊκός Λυρισμός, τ.2, Αθηνά, Αθήνα 1997.


[1] Αξίζει επίσης να αναφερθεί και το σχολιασμένο από το νέο της Σιδώνας επιτύμβιο επίγραμμα που αποδίδεται στον Αισχύλο στο ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)»: «Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει …».
[2] Ιωάννου Γ., «Ο Κ.Π. Καβάφης και το δωδέκατο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας», π. Διαβάζω, τχ.78, 1983, σσ. 41-49.
[3] Lesky Α., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α.Γ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 970.
[4] Επιτάφιος Λόγος,  Αρχαία Ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα, Επιλογή και Εισαγωγή Denis Rocques, μτφρ. και επίμετρο Παντελής Μπουκάλας, εκδ. Άγρας, Αθήνα 1999, σ. 109.
[5] Καλλιμάχου Επιγράμματα, Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια. Επιμέλεια Φ. Παγωνάρη-Αντωνίου, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1997, σ.257.
[6] Νicosia S., Το σήμα και η μνήμη. Ταφικά επιγράμματα από την αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Ε. Γαραντούδης,, εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1994, σ.23.
[7] Σεφέρης Γ., Δοκιμές Α΄, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1974, σσ.329.
[8] Σεφέρης Γ., ό.π., σ. 380.
[9] Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα καβαφικά «δίστηλα» είναι ποιήματα μνήμης και ρεμβασμού, απολογισμού ζωής, θλίψης και ενοχής.
[10] Βλ. επίσης «Μέρες του 1901» και «Μέρες του 1896» («Πλησίαζε τα τριάντα»).
[11] Επίσης: «Κείμαι ο Ιασής ενταύθα. Της μεγάλης ταύτης πόλεως / ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά», «…το Κάππα Ζήτα δείχνει     που νέος εκοιμήθη», «Μα ο Λάνης σου δεν δάνειζε την εμορφιά του έτσι …».
[12] Άλλες πόλεις που εμφανίζονται στα «επιτύμβια» είναι η Βηρυτός, η Κομμαγηνή και η Κυρήνη.
[13] Keeley Ε., Η Καβαφική Αλεξάνδρεια, μτφρ. Τζ. Μαστοράκη, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1996, σσ.114-123.
[14] Το ποίημα δε φαίνεται να έχει ειρωνικό τόνο, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι και σ’ αυτό ο Καβάφης προβάλλει τον «παρηγορητικό χαρακτήρα του Χριστιανισμού»: βλ. σχετικά Diana Haas, « ‘Αι αρχαί του Χριστιανισμού’: Ένα θεματικό κεφάλαιο του Καβάφη», π. Χάρτης, 5/6 (Απρίλιος 1983), σσ.  589-608, υποσημ.27.
[15] Βλ. σχετικά Παναγιωτόπουλος Ι.Μ. «Ο Καβάφης, ποιητής του κλειστού χώρου», Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Επιλογή κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 1999, σσ.200-202.
[16] Keeley E., ό.π., σσ.122-123.
[17] Nicosia S., ό.π., σ.83.
[18] Rocques D., ό.π., σ. 109.
[19] Αυτ. σ.107.
[20] Λεχωνίτη Γ., Καβαφικά αυτοσχόλια, εκδ. Δ. Χάρβεϋ & Σία, Αθήνα 1977, σ.33: «αναγνώστης»: μισοκληρικός.
[21] Keeley E., «Η οικουμενική προοπτική», Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, σσ.321-345.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Συνολικές προβολές σελίδας